Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2020

ΨΑΛΜΟΣ



GEORG TRAKL


ΨΑΛΜΟΣ

           Αφιερώνεται στον Καρλ Κράους

Φως που ο ήλιος τό ’σβησε.
Καπηλειό απ’ όπου βγήκε το απόγευμα κάποιος μεθυσμένος.
Αμπέλι καμένο και μαύρο και με τρύπες όλο αράχνες.
Χώρος που τον άσπρισαν με γάλα.
Πέθανε ο τρελός. Νησί είναι τώρα στις θάλασσες του Νότου
και τον θεό θα υποδεχτεί Ήλιο. Βαράνε τα τύμπανα.
Χορούς πολεμικούς χορεύουν οι άντρες.
Οι γυναίκες λικνίζουν τους γοφούς με περιπλοκάδες και
   πυράκανθους,
όποτε τραγουδάει η θάλασσα. Ω παράδεισέ μας χαμένε!

Οι Νύμφες εγκατέλειψαν τα χρυσά τους δάση.
Τον ξένο θάβει ο κόσμος. Κι ύστερα σηκώνεται και πέφτει
   μια βροχή που μαρμαίρει.
Του Πάνα ο γιός εμφανίζεται με μορφή χωματεργάτη –
στην πυρωμένη άσφαλτο τα μεσημέρια πάντοτε κοιμάται.
Κοριτσάκια σε αυλή με φουστανάκια να σου σπαράζεται
   η καρδιά απ’ τη φτώχεια τους!
Κάμαρες γεμάτες συγχορδίες και σονάτες.
Ίσκιοι που αγκαλιάζονται μπροστά σε καθρέφτη τυφλωμένο.
Στου νοσοκομείου τα παράθυρα μαζεύουν ήλιο όσοι αναρρώνουν.
Ατμόπλοιο λευκό στο κανάλι μεταφέρει επιδημίες ματωμένες.

Η ξένη αδελφή προβάλλει ξανά στους εφιάλτες κάποιου.
Κι αυτός παίζει ήρεμος στη φουντουκιά με τ’ αστέρια του.
Ο σπουδαστής, σωσίας του ίσως, ώρα την κοιτάζει απ’ το παράθυρο.
Πίσω του έχει τον νεκρό αδελφό του ή κατεβαίνει την παλιά
   περιστρεφόμενη σκάλα.
Στο σκοτάδι με τα καστανόδεντρα χλομιάζει η μορφή του νεαρού
   δοκίμου μοναχού.
Ο κήπος πνίγεται στο βράδυ. Στο περιστύλιο νυχτερίδες χτυπάνε
   τα φτερά τους.
Σταματάνε τα παιδιά του επιστάτη το παιχνίδι, το χρυσάφι γυρεύουν
   τ’ ουρανού.
Τελευταίες συγχορδίες κάποιου κουαρτέτου. Η μικρή τυφλή τρέχει
   τρέμοντας στην αλέα,
κι έπειτα συνέχεια ψηλαφεί τον ίσκιο της επάνω στα κρύα τείχη, που
   παραμύθια τα τυλίγουνε και άγιοι θρύλοι.

Άδεια βάρκα, και κατεβαίνει με το σούρουπο στο μαύρο κανάλι.
Στη μελαγχολία του παλιού ασύλου ανθρώπινα ερείπια καταρρέουν.
Τα νεκρά ορφανά στου κήπου κείτονται τον τοίχο.
Από κάτι γκρίζες κάμαρες βγαίνουν άγγελοι με φτερά κοπρισμένα.
Από τα μαραμένα τους βλέφαρα στάζουν σκουλήκια.
Σκοτεινό και αμίλητο της εκκλησίας το προαύλιο – έτσι ήταν
   και στων παιδικών χρόνων τις μέρες.
Με ασημένιες σόλες διαβαίνουνε και χάνονται ζωές
   προηγούμενες
και των καταραμένων οι σκιές κατεβαίνουν στα νερά που
   αναστενάζουν.
Στον τάφο του ο λευκός μάγος παίζει με τα φίδια του.

Πάνω από τον Κρανίου Τόπο αμίλητα του Θεού ανοίγουνε
   τα ολόχρυσα μάτια.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου