GEORG TRAKL
ΣΕ
ΚΑΠΟΙΟΝ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΩΡΑ ΤΟΥ
Ω,
ο μαύρος άγγελος που αθόρυβα έβγαινε από τα σωθικά του δέντρου,
όσα
βράδια ήμασταν εμείς δυό τρυφεροί συμπαίκτες,
σε
κάποιου πηγαδιού γαλαζωπού το φιλιατρό τριγύρω.
Ήσυχο
το βήμα μας ήταν ήτανε,
τα
ολοστρόγγυλα μάτια στη φαιόχρωμη δροσιά του φθινόπωρου,
ω,
και η πορφυρή των αστέρων γλυκύτητα.
Εκείνος
όμως τα πέτρινα κατέβαινε σκαλιά του Μένχσμπερκ,
μ’
ένα κυανό χαμόγελο που απάντεχα έγινε προνύμφη
στην
πιο ήρεμή του ηλικία και πέθανε·
στον
κήπο μέσα ξέμεινε του φίλου η ασημένια όψη,
στα
φυλλώματα να παραφυλάει ή στη γέρικη πέτρα.
Ψυχή
έψαλε τον θάνατο, της σάρκας την πράσινη σήψη,
και
ήτανε το θρόισμα του δάσους·
του
αγριμιού ο πύρινος θρήνος.
Συνέχεια
χτύπαγαν απ’ τους αμφίλυκους πύργους τα γαλάζια της εσπέρας ρολόγια.
Κι
ήρθε η ώρα που τους ίσκιους είδε εκείνος σε άλικο ήλιο,
τους
ίσκιους της σαπίλας σ’ έν’ απογυμνωμένο σύγκλαδο·
βράδυ,
και στον τοίχο που σουρούπωνε ο κότσυφας κελάηδαγε,
του
πρόωρα πεθαμένου το πνεύμα
ατάραχο
μες στο δωμάτιο εφάνηκε.
Ω,
το αίμα που τρέχει απ’ το λαρύγγι τού τραγουδιστή,
αίμα
γαλάζιο· ω τα φλογερά τα δάκρυα
που
εκλάφτηκαν νύχτα.
Σύννεφο
χρυσό και χρόνος. Σε κάμαρα έρημη
λες
όλο και συχνότερα στον νεκρό να σού ’ρθει επίσκεψη.
Και
περπατάς συνέχεια περπατάς
κάτω
από τις λεύκες
και
συζητάς μ’ εμπιστοσύνη
παρέα
με το πράσινο ποτάμι κατεβαίνοντας.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου