PIERRE REVERDY
ΛΥΚΟΦΩΣ ΕΞΩ
Πελεκημένος ο ίσκιος απ’ τα φευγαλέα φώτα και τα πολύ μακριά δόντια των στεγών να πριονίζουνε τις δονούμενες σανίδες της νύχτας – τα εργοστάσια, τ’ άχαρα μακρόσυρτα βαγόνια μέσ’ απ’ τις λούμπες με τα βροχόνερα και τις απότομες στάσεις στων αναχωμάτων τους οπλισμένους βραχίονες.
Στη χρωματιστή αστραπή το γραμμένο όνομα άνευ σχήματος· σε μιαν άλλη γωνία η αναλαμπή. Προάστιο θολωμένο από τις δαχτυλιές της μέρας και ίσα-ίσα μόλις γυαλισμένο από των δακρύων τη δρόσο. Το πρωί, το ιστίο εκεί που ξεθωριάζει στις πτυχές του ήλιου.
Όταν των ματιών τα γνέματα σταματάνε, όταν κόβουν το φως – μια γωνιά από πόλη μαύρη, χαμένη, κουβαλημένη από μακριά και ανάμεσα απ’ τις ράγιες τις απαστράπτουσες και τις τροχιές τις τελείως αβέβαιες.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου