JORGE LUIS BORGES
ΟΙ ΠΕΘΑΜΕΝΟΙ ΨΕΥΤΟΝΤΑΗΔΕΣ
Τους βρίσκεις μαζεμένους στο παζάρι, στη μεγάλη
στοά τού Πασέο δε Χούλιο, κάτι μάταιους ίσκιους, να ’ναι
μονίμως σε καυγάδες με τις καλόγριες, να πεινάνε
και να τους τρώει και τον ίσκιο η πείνα: λύκαινα άλλη.
Ο τελευταίος ήλιος κίτρινος στα παραπέτα
των προαστίων όταν λάμπει, από τις παρυφές τους
προβάλλουν με το σούρουπο μοιραίες οι σκϊές τους
να βρούνε τις πουτάνες τους, ν’ αδράξουνε στιλέτα.
Τους σώζουν κάτι θρύλοι απόκρυφοι: πως παν σε χάβρες
και σεργιανάνε με άνεση, πως γραντζουνάν με πάθος
χορδές σφυρίζοντας, κι οι μούρες τους δεν κάνουν λάθος
στα τιποτένια πράγματα, σε κούφιες δόξες μαύρες
ή στην κρυφή τη μεσαυλή, που ΄χει να τη δροσίζει
μια πέργκολα, όταν κάποιος την κιθάρα του κουρντίζει
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου