Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2020

ΜΙΛΟΝΓΚΑ ΔΥΟ ΑΔΕΛΦΩΝ


 

JORGE LUIS BORGES

 

ΜΙΛΟΝΓΚΑ ΔΥΟ ΑΔΕΛΦΩΝ

 

Κιθάρα, για έλα πες τις ιστορίες

 της εποχής που αστράφταν τα μαχαίρια

με ζάρια, με χαρτιά, με ξεσυνέρια,

γερά μεθύσια και ιπποδρομίες –

στην Κόστα Μπράβα, ανθό των προαστίων,

και στην Οδό των Εκδοροσφαγείων.

 

Μια ιστορία από το χτες σιμώνει

που κι πιο βλάκας θαν τη νιώσει ακόμη·

δεν έχει η μοίρα μπέσα και συγγνώμη,

κανείς δεν πρέπει να της το χρεώνει –

κι απόψε αυτό το βλέπω πρώτο-πρώτο,

σαν μού ’ρχονται αναμνήσεις απ’ τον Νότο.

 

Η ιστορία αυτή, χωρίς γιατί ή διότι,

είναι των αδελφών Ιβέρρα, Θε μου,

δυο αντρών του έρωτα και του πολέμου,

που επαίρνανε το ρίσκο πάντα πρώτοι.

Κι ας ήτανε άπιαστοι μαχαιροβγάλτες,

τους είπανε στ’ αφτί παπάδες-ψάλτες.

 

Κι ο πιο καλός ο άντρας; πάει χαμένος:

τον τρώνε η έπαρση και το νταμάχι·

το θάρρος χάβει αυτόν που, όσο και νά ’χει,

τον θέλει πάντοτε να τού ’ν’ δοσμένος –

κι ο νεότερος στων μαχαιριών τον σάλο

ξεπέρναγε σε φονικά τον άλλο.

 

Σαν είδε ο Χουάν Ιβέρρα ότι από χέρι

ο πιο μικρός πολύ τον ξεπερνούσε,

δεν είχε υπομονή άλλο, τον πονούσε

το πράγμα, κι έτσι τού ’στησε καρτέρι

στην Κόστα Μπράβα κάτω κάποια μέρα

και στη χωσιά τού εχάρισε μια σφαίρα.

 

Ούτε στιγμή δεν δίστασε κατόπιν·

τον ξάπλωσε στις ράγιες κι είχε υπόψη

το τρένο να περάσει να τον κόψει.

Την κεφαλή του τού έκοψε το τρένο –

σωστά ο μεγάλος τό ’χε σχεδιασμένο.

 

Πιστά σας είπα απ’ την αρχή ώς το τέλος

την ιστορία τούτη που θυμίζει

του Κάιν την παλιά την ιστορία, που

τον Άβελ να σκοτώνει συνεχίζει.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.




 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου