JORGE LUIS BORGES
ΕΝΑ ΣΤΙΛΕΤΟ ΣΤΑ ΒΟΡΕΙΑ ΠΡΟΑΣΤΙΑ
Κάτω στον ποταμό τον Μαλδονάδο
που ’ναι τυφλός, κρυμμένος – κάτω, λέγω,
εκεί, σ’ αυτό το γκρίζο το προάστιο,
που ο καημένος παίνεψε ο Καρριέγο,
πίσω από μια μισανοιγμένη πόρτα,
με μεσαυλή και κλήματα, της φάρας
του σκοταδιού όλες οι μακριές οι νύχτες
καημούς βαριούς ακούγαν της κιθάρας,
εκεί είναι ένα κουτί κλειστό, κι εντός του,
με πράγματα άλλα, κι όμως νέτο-σκέτο,
κι ας τά ’χει ο χρόνος όλα ξεχασμένα,
σκληρό, λαμπρό κοιμάται ένα στιλέτο.
Ανήκε στον Σαβέριο Σοάρες,
γνωστό ως Χιλιάνο – ήτανε δικό του·
κι αυτός στις εκλογές, στα μπαρ, στις λέσχες
έδινε τον καλύτερο εαυτό του.
Και τα παιδιά –ετούτοι οι σατανάδες–
τον ψάχνουν στα κρυφά, να δουν τί μένει
απ’ όλα εκείνα, μην και του στιλέτου
η λάμνα τώρα είναι στομωμένη.
Στα στήθη των καλών ανθρώπων πόσες
φορές νά ’ταν μπηγμένο ποιός να ξέρει;…
και μένει μόνο και λησμονημένο
και περιμένει νά ’ρθει κάποιο χέρι
που σκόνη πιά είναι. Πίσω από το τζάμι,
που κουρασμένος ήλιος το χρυσώνει,
εγώ, μέσ’ απ’ τα χρόνια και τα σπίτια,
σε βλέπω του στιλέτου λάμα μόνη.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου