JORGE LUIS BORGES
ΜΙΛΟΝΓΚΑ ΤΟΥ ΓΑΛΙΑΝΤΡΑ
Σερβάντο Καρδόσο ήταν τ’ όνομά του·
τον ξέραν όλοι ωστόσο ως κυρ-Γαλιάντρα·
ο χρόνος που όλα τα ξεχνά, τα πάντα,
ποτέ δεν θα ξεχάσει τέτοιον άντρα.
Δεν ήταν από κείνους τους μοντέρνους
που κουβαλάνε όπλα με σκανδάλη·
του άρεσε το ρίσκο, και τραβούσε ό-
που δίνονταν των μαχαιριών οι μπάλοι.
Και στο Μοντιέλ πόσες φορές, ω, πόσες
η αυγή δεν τον εβρήκε η ροδισμένη
στα χέρια εκεί μιας κάποιας του γυναίκας
που και δικιά του ήταν και ξεχασμένη.
Το αγαπημένο του όπλο πάντως ήταν
η χαροντίσια του στιλέτου η λάμα.
Χριστϊανός, μα αγάπαγε το ατσάλι –
γι’ αυτόν αυτά τα δύο ήταν το ίδιο πράμα.
Και ή κάτω από το κάλυμμα του ίσκιου
ή στη γωνιά στ’ αμπέλι με τα κάρα,
τα χέρια του, που θάνατο σκορπούσαν,
ήξεραν να κουρντίζουν την κιθάρα.
Με τη ματιά του πάντα καρφωμένη
και ανύσταχτη ήξερε να σταματάει
χτυπήματα πισωπλατα. Μακάριοι
αυτοί που δεν τον είδαν να χτυπάει!
Λιγότερο μακάριοι όμως όσοι
για θύμηση στερνή τους (λέει ο μύθος)
είχαν το πώς εβγήκε το μαχαίρι
και πώς μεμιάς τούς μπήχτηκε στο στήθος.
Στο δάσος πάντα, στη μονομαχία,
φάτσα με φάτσα πάλευε, κοιτιόταν·
ζωή έζησε με φόνους και φευγάλες,
ζωή έζησε σάμπως να ονειρευόταν.
Ο θρύλος λέει πως πήγε μια γυναίκα
και τον παρέδωσε στη συμμορία.
Γρήγορα ή αργά θα παραδώσουμε όλοι
τη ζωή μας: έτσι γράφει η ιστορία.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου