JORGE CÁCERES
Η ΜΑΥΡΗ ΜΟΙΡΑ
Πολεμούσανε στα πόδια μου το καλό και το κακό
Μικρός λαμπτήρας της μαύρης μέρας
Που υγραίνει την κατάμεστη με κορυδαλλούς όψη της
Γέμιζα τα μαλλιά μου με φτερά αόρατα
Όταν η γυναίκα της τρίτης ημέρας διέσχισε την 62η οδό
Κι έφυγε ξαφνικά
Οι τρίχες στο στήθος της γίναν αόρατες
Προκειμένου να καλύπτει τη γεύση των χειλιών το στόμα
Τον ήλιο που μου μιλάει δεν τον ήξερα ύστερα
Αυτός ο ήλιος των τεφρών αλάτων έπαψε πια να κλώθει
Ο ήλιος που κουβαλάς είναι ό,τι αγνοώ
Ζητιάνα όλο χαμόγελα
Αυτά τα γρανιτένια χέρια
Που χάιδευαν αργά πολύ αργά
Ό,τι άφησα εγώ στο πέρασμά μου.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου