PABLO NERUDA
ΜΙΓΚΕΛ ΕΡΝΑΝΤΕΘ
Δὲν ἔμεινα πολὺν καιρὸ στὸ προξενεῖο τοῦ Μπουένος Ἄιρες. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 1934 μετατέθηκα μὲ τὰ ἴδια προξενικὰ καθήκοντα στὴ Βαρκελώνη. Προϊστάμενός μου καὶ γενικὸς πρόξενος τῆς Χιλῆς στὴν Ἰσπανία ἦταν ὁ δὸν Τούλιο Μακέιρα. Ἐπρόκειτο ἀσφαλῶς γιὰ τὸν πλέον συγκροτημένο λειτουργὸ τῆς χιλιανῆς προξενικῆς ὑπηρεσίας ποὺ γνώρισα ποτέ. Ἄνθρωπος πολὺ σοβαρός, μὲ φήμη στριμμένου, ποὺ ἀπέναντί μου ὑπῆρξε ἐξαιρετικὰ καλοσυνάτος, ἐγκάρδιος καὶ γεμάτος κατανόηση.
Ὁ δὸν Τούλιο Μακέιρα ἀμέσως ἀνακάλυψε ὅτι ἔκανα μεγάλα λάθη στὴν ἀφαίρεση καὶ στὸν πολλαπλασιασμό, καὶ ὅτι δὲν ἤξερα νὰ κάνω διαίρεση — καὶ ποτὲ δὲν μπόρεσα νὰ μάθω. Τότε μοῦ εἶπε:
«Ἐσεῖς, Πάμπλο, πρέπει νὰ πᾶτε νὰ ζήσετε στὴ Μαδρίτη. Ἐκεῖ βρίσκεται ἡ ποίηση. Ἐδῶ στὴ Βαρκελώνη βρίσκονται μόνο αὐτὲς οὶ τρομερὲς ἀριθμητικές πράξεις, πολλαπλασιασμοὶ καὶ διαιρέσεις, ποὺ δὲν σᾶς ἀγαποῦν καθόλου. Γι᾽ αυτὲς εἶμαι ἐγὼ ἐδῶ: φτάνω καὶ περισσεύω».
Φτάνοντας στὴ Μαδρίτη καὶ μεταμορφωμένος ὡς διὰ μαγείας ἀπὸ τὴ νύχτα ὣς τὸ πρωὶ σὲ χιλιανὸ πρόξενο στὴν πρωτεύουσα τῆς Ἰσπανίας γνώρισα ὅλους τοῦ φίλους τοῦ Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα καὶ τοῦ Ραφαὲλ Ἀλβέρτι. Ἕνας ἀπ᾽ αὐτοὺς ἦταν ὁ νεαρὸς ποιητὴς Μιγκὲλ Ἐρνάντεθ. Τὸν γνώρισα, ὅταν ἔφτασε μὲ ἐσπαντρίγιες καὶ ντρίλινο παντελόνι χωριάτικο ἀπὸ τὰ μέρη του, ἀπὸ τὴν Ὀριουέλα, ὅπου ἤτανε γιδοβοσκός. Δημοσίευσα τοὺς στίχους του στὸ περιοδικό ποὺ ἔβγαζα, στὸ Πράσινο ἄλογο — μὲ ἐνθουσίαζε τὸ σπινθηροβόλο του πνεῦμα καὶ τὸ μπρίο του μέσα στὴν ἀφθονία τῆς ποίησής του.
Ὁ Μιγκὲλ ἦταν τόσο πολὺ χωριάτης, ποὺ ὁλόγυρά του ἔπνεε μιὰ αὔρα χωμάτινη. Εἶχε ἕνα καφάλι πού ᾽μοιαζε μὲ μεγάλο σβῶλο ἢ μὲ πατάτα ποὺ πετάγεται καὶ βγαίνει ἀνάμεσα ἀπὸ τὶς ρίζες της καὶ διατηρεῖ μιὰ φρεσκάδα ὑπόγεια. Ζοῦσε καὶ ἔγραφε στὸ σπίτι μου. Ἡ ἀμερικανική μου ποίηση, μὲ ἄλλους ὁρίζοντες καὶ μὲ ἄλλες πεδιάδες, τὸν ἐντυπωσίασε καὶ τὸν ἔκανε ν᾽ ἀλλάξει.
Μοῦ διηγόταν ἱστορίες ἀπὸ τὰ χώματά του μὲ ζῶα καὶ πουλιά. Ὁ συγγραφέας αὐτὸς βγῆκε μέσα ἀπὸ τὴ φύση σὰν πέτρα ποὺ κανεὶς δὲν εἶχε ποτὲ ἀκουμπήσει: ἦταν σὰν παρθένα ζούγκλα καὶ εἶχε τέτοια ζωτικὴ δύναμη ποὺ σάστιζες μπροστά της. Μοῦ διηγόταν πόσο ἐντυπωσιακὸ ἦταν ν᾽ ἀκουμπᾶς τ᾽ ἀφτί σου πάνω στὴν κοιλιὰ τῆς γίδας τὴν ὥρα ποὺ κοιμᾶται. Ἔτσι ἄκουγε τὸν ἦχο ποὺ κάνει τὸ γάλα ὅταν κατεβαίνει στὰ μαστάρια της, τὸν μυστικὸ ἐκεῖνο ἦχο ποὺ κανένας ἄλλος δὲν μπόρεσε ν᾽ ἀκούσει ἐκτὸς ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν ἴδιο τὸν γιδοποιητή.
Ἄλλες φορὲς μοῦ μιλοῦσε γιὰ τὸ λαλητὸ τῶν ἀηδονιῶν. Ἡ ἰσπανικὴ Ἀνατολή, ὁ Λεβάντες ὅπως τὴ λένε, ἀπ᾽ ὅπου καταγόταν, ἦταν φορτωμένη ἀνθισμένες πορτοκαλιὲς καὶ ἀηδόνια. Καὶ καθὼς τὸ πουλὶ αὐτό, αὐτὸς ὁ ὑπέροχος τραγουδιστής, δὲν ὑπάρχει στὴν πατρίδα μου, ὁ τρελο-Μιγκὲλ βάλθηκε νὰ μοῦ μεταδώσει τὴν πιὸ ζωντανὴ πλαστικὴ ἔκφραση τοῦ ἁρμονικοῦ του πλούτου. Ἀναρριχήθηκε σ᾽ ἕνα δέντρο τοῦ δρόμου, ἀπὸ τὰ ψηλὰ κλαδιὰ τοῦ ὁποίου ἔβγαλε κελαηδίσματα καὶ τρίλιες ἀγαπημένων πουλιῶν τῆς γενέθλιας γῆς του.
Ἐπειδὴ δὲν εἶχε πόρους νὰ ζεῖ, ἔψαξα νὰ τοῦ βρῶ δουλειά. Δύσκολο πράγμα νὰ βρεῖς δουλειὰ σὲ ποιητὴ στὴν Ἰσπανία. Κάποιος ὑποκόμης, ἐντέλει, ἀνώτατος ὑπάλληλος τοῦ Ὑπουργείου Ἐξωτερικῶν, ἐνδιαφέρθηκε γιὰ τὴν περίπτωσή του καὶ μοῦ ἀπάντησε θετικά: ὅτι ἦταν σύμφωνος, ὅτι εἶχε διαβάσει τοὺς στίχους τοῦ Μιγκέλ, ὅτι τὸν θαύμαζε καὶ ὅτι αὐτὸς ὁ ἴδιος ἔπρεπε νὰ τοῦ πεῖ ποιά θέση ἐπιθυμοῦσε νὰ ἔχει, προκειμένου νὰ γίνει ὁ διορισμός του. Περιχαρὴς ἐγὼ τότε εἶπα στὸν ποιητή:
«Μιγκὲλ Ἐρνάντεθ, τὴ βρῆκες ἐπιτέλους τὴν τύχη σου. Ὁ ὑποκόμης θὰ σὲ τακτοποιήσει. Θὰ εἶσαι ἀνώτατος ὑπάλληλος. Πές μου ποιά ἐργασία θέλεις νὰ ἀναλάβεις, γιὰ νὰ ἐκδοθεῖ ἡ πράξη τοῦ διορισμοῦ σου».
Ὁ Μιγκὲλ ἔμεινε σκεπτικός. Τὸ αὐλακωμένο ἀπὸ πρόωρες ρυτίδες πρόσωπό του σκεπάστηκε ἀπὸ ἕνα σύννεφο βαθιᾶς περίσκεψης. Πέρασαν ὧρες καὶ κατὰ τὸ βράδυ μοῦ ἀπάντησε. Μὲ μάτια ποὺ ἔλαμπαν καὶ φανέρωναν ὅτι εἶχε βρεῖ τὴ λύση τῆς ζωῆς του, μοῦ εἶπε:
«Δὲν θὰ μποροῦσε ὁ ὑποκόμης νὰ μοῦ παραγγείλει ἕνα κοπάδι γίδια νὰ τα βόσκω ἐδῶ γύρω στὴ Μαδρίτη;»
Ἡ ἀνάμνηση τοῦ Μιγκὲλ Ἐρνάντεθ εἶναι βαθιὰ ριζωμένη στὴν καρδιά μου. Τόσο τὸ κελάηδημα τῶν λεβαντίνικων ἀηδονιῶν ὅσο καὶ οἱ πύργοι μὲ ἤχους, ποὺ ὕψωνε ἀνάμεσα στὰ σκοτάδια καὶ στὰ πορτοκαλάνθια, ἀποτελοῦσαν γι᾽ αὐτὸν ἔμμονες παρουσίες καὶ ἦταν μέρος τῶν ὑλικῶν, ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶχε φτιαχτεῖ τὸ αἷμα του, ἡ χθόνια καὶ ἀνήμερη ποίησή του, ὅπου καὶ ἑνώνονταν ὅλες οἱ ὑπερβολὲς τῶν χρωμάτων, τῶν ἀρωμάτων καὶ τῆς φωνῆς τῆς σπανιόλικης Ἀνατολῆς, μὲ τὴν πλησμονὴ καὶ τὴν εὐωδιὰ μιᾶς εὔρωστης καὶ ἀρρενωπῆς νιότης.
Τὸ πρόσωπό του ἦταν τὸ πρόσωπο τῆς Ἰσπανίας. Κομμένο καὶ ραμμένο ἀπὸ τὸ φῶς, αὐλακωμένο σὰν χωράφι ὀργωμένο καὶ σπαρμένο, μὲ κάτι ἀπὸ τὴ στρογγυλάδα τοῦ καρβελιοῦ καὶ τῆς γῆς. Τὰ φλογερά του μάτια, ποὺ δὲν ἔπαυαν στιγμὴ νὰ καῖνε μέσα σὲ τούτη τὴν καμένη καὶ στὴν σκληρόπετση ἀπ᾽ τὸν ἄνεμο ἐπιφάνεια, ἦσαν δύο ἀχτίδες δύναμης καὶ τρυφερότητας.
Τὰ ἴδια τὰ στοιχεῖα τῆς ποίησης τὰ εἶδα νὰ βγαίνουν μέσ᾽ ἀπ᾽ τὰ λόγια λόγια του, μόνο ποὺ τώρα εἶχαν ἐμπλουτιστεῖ μὲ νέα μεγαλοπρέπεια, μὲ ἄγριες λάμψεις, μὲ τὸ θαῦμα τοῦ παλιοῦ αἵματος ποὺ μεταμορφώνεται καὶ γίνεται γιός. Σὲ ὅσα χρόνια εἶμαι ποιητής, καὶ δὴ ποιητὴς περιπλανώμενος, μπορῶ νὰ βεβαιώσω ὅτι ἡ ζωὴ δὲν μοῦ ἔδωσε εὐκαιρία νὰ βρῶ μπροστά μου καὶ νὰ ἐκτιμήσω ἄλλο τέτοιο φαινόμενο αὐτοῦ τοῦ μεγέθους καὶ αὐτῆς τῆς τόσο ἠλεκτρικῆς καὶ σφύζουσας ἀπὸ ρήματα καὶ όνόματα σοφίας.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο: Pablo Neruda, Confiesο que he vivido, Seix Barral. Barcelona 2017, σσ. 132-134.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου