FAYAD JAMÍS
ΤΗ ΣΙΔΕΡΕΝΙΑ ΑΝΟΙΞΑ ΠΥΛΗ
Τη σιδερένια άνοιξα πύλη,
την άκουσα να τρίζει, σκόνταψα σ’ ένα κούτσουρο
και είδα ένα παράθυρο νά ’χει φως, το χάραμα όμως
καταβρόχθιζε τα φύλλα και εσύ δεν ήσουν εκεί να μου πεις
ότι τσακίστηκε και σκούριασε ο κόσμος. Μπήκα,
ανέβηκα αμίλητος τις σκάλες, άνοιξα μι’ άλλη πόρτα,
έβγαλα το σακάκι μου, κάθισα, σκέφτηκα πως τρέχει ο ιδρώτας μου,
άρχισα να χτυπάω την καημένη μου τη μηχανή ομιλίας,
ροχαλητού και άω εγώ), έβγαλα τη γραβάτα, το πουκάμισό μου,
έβαλα τη νέα ψυχή που μου έφτιαξες σήμερα το απόγευμα,
συνέχισα να πληκτρολογώ και να βρίζω, να σ’ αγαπώ και να δαγκώνω
τις γροθιές μου. Και ξαφνικά μού ήρθαν άλλες φωνές:
τραγουδούσαν κάτι πράγματα απίθανα και όμορφα, βάζαν φωτιά
στο πρωί, θυμούνταν φιλιά που είχαν σαπίσει στο ποτάμι,
χείλη που τα κατέστρεψε η απουσία. Και εγώ δεν ήθελα να πω
τίποτ’ άλλο: δεν θέλω να μιλήσω, μάλλον στο τρίξιμο
της πύλης να έσπασα σκληρά τον αέρα του ονείρου σου.
Τι σημασία έχει να μπεις ή να φύγεις ή να μη γεννήσεις ή να μη γεννηθείς.
Βγάζω τα παπούτσια μου
και τα πετάω όπου τύχει, με αγάπη, στο κεφάλι του κόσμου.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου