GONZALO ESCUDERO
ΘΕΟΣ
Πάνω απ’ την εβένινη νύχτα απλώνω τα βάρβαρα χέρια μου
να βρω τον Θεό που γυρεύω... Και υψώνω τη σιωπή
στα κατάρτια μου. Και οιακίζω τυφώνες ανάλαφρους.
Κι έπειτα τη διαδρομή δαγκώνω των δύο γινωμένων μαστών σου
για να βρω τον Θεό στις ορθωμένες θηλές τους
υπερθαύμαστα μεταλλαγμένον σε μέλι διαυγέστατο.
Κι έπειτα να τον αγγίξω θέλω με το ντροπαλό το χάδι
των παιδιών που σαν άσωτα κρέμονται μήλα
απ’ των μανάδων τους το δέντρο. Κι έπειτα με τη φωτιά
του αλκοόλ απ’ το νεκρό σου βλέμμα. Κι έπειτα με το φως
που μ’ έκανε να γνωρίσω και τις δύο πλευρές της ναϊάδας που είσαι
εκείνη την παραμονή των Χριστουγέννων με τα πρώτα αμπελόφυλλα.
Κι έπειτα με το ξημέρωμα των αρχαγγελικών λινών
του θανάτου σου θα ήθελα να τον ζητούσα, και στο τρέμολο
μιας εσπέρας ατέρμονης με διάφανα ουράνια τόξα
και με αρνιά πασχαλινά από απίθανα κοπάδια
και με χελιδόνια χρυσά και με δυνάμεων αγγελικών κουδούνια.
Κι έπειτα στα μαλακά σύννεφα κάποιου θαμπού φθινοπώρου
που μας κάνει να κλαίμε, αν και ξέρουμε τον λόγο... Πράσινο
από αψηλάφητη βήρυλλο έχει πέσει από μια λεύκα.
Χίλιοι γρύλοι βροντούν αρμονικά τα κρόταλά τους
και ανάβει το διπλό κερί της μια πυγολαμπίδα.
Είμαι ήρεμος. Σε νοτισμένα αρμενίζω βαμβάκια,
ενώ ο Θεός γλυκά-γλυκά λιποθυμάει στα βλέφαρά μου.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου