PAUL ELUARD
Η ΔΟΜΗΝΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ ΠΑΡΟΥΣΑ
Τὰ πράγματα ὅλα νά ᾽ν᾽ ριγμένα ἐδῶ στὴν τύχη
Τὶς λέξεις νά ᾽χεις πεῖ χωρὶς νὰ τὶς σκεφτεῖς καθόλου
Καὶ νὰ τὶς παίρνεις ὅπως ἔχουν εἰπωθεῖ
Κανεὶς νὰ μὴν κερδίζει μὰ οὔτε καὶ νὰ χάνει
Τὰ αἰσθήματά μας νά ᾽χουνε ξωκείλει πέρα
Καὶ ἡ καθ᾽ ἡμέραν πιὸ συχνὴ προσπάθειά μας
Ἡ μνήμη τῶν ὀνείρων ἀόριστη καὶ ἐν γένει
Τὸ μέλλον στὸ κατώφλι νὰ σκοντάφτει τοῦ αὔριο
Σὲ κόλαση ὅλες γωνιασμένες νά ᾽ν᾽ οἱ λέξεις
Ἀπὸ τροχοὺς ποὺ σμίλεψαν γραμμὲς θανάτου
Τὰ πράγματα τεφρὰ πανόμοια ἀνάμεσά τους
Στὸν ἄνεμο νὰ στροβιλίζονται ἄνθρωποι
Τὰ μούσκλια νὰ κοιτοῦν ὁ σκελετὸς οἰκεῖος
Μαζί κοντὰ κι οἱ ὑδρατμοὶ τῶν αἰσθημάτων
Σὰν φέρετρο ἡ καρδιὰ καλὰ κανονισμένη
Κι οἱ ἐλπίδες νά ᾽χουν μειωθεῖ ὣς τὸ μηδέν
Σὰν ἔφτασες τὸ μεσημέρι ἡ γῆς τὸ χῶμα
Μασοῦσε τὴ ζωὴ κι οἱ ἄνθρωποι ἀλλάζαν δρόμο
Καὶ βρέθηκα σὰν ἐραστὴς κανονικὸς
Νὰ μ᾽ ἔχουνε ρυθμίσει σάμπως κανὰ ἀμπέλι
Ὁ δρόμος μας στὸ ἄπειρο τὸ πέρας ἄλλων
Πετάγαν μέλισσες μετὰ ἀπ᾽ τὸ μέλι τους
Τοὺς πόθους τοῦ φωτὸς πολλαπλασίαζα
Μπὰς καὶ κατανοήσω τὴν αἰτία ἐν τέλει
Σὰν ἦρθες ἤμουν λυπημένος εἶπα ναὶ
Κι ἀρχίζοντας μ᾽ ἐσένα ἐγὼ εἶπα ναὶ στὸν κόσμο
Μικρὸ κορίτσι σ᾽ ἀγαποῦσα σὰν τὸ ἀγόρι
Ποὺ μοναχὰ τὰ παιδικά του χρόνια ἀγαπάει
Ἡ δύναμη κι ἡ ξαστεριὰ τοῦ παρελθόντος
Φωτιὰ τραγούδι δίχως οὔτε φάλτσα νότα
Ἡ πέτρα ἄθικτη τοῦ αἵματος κρυφὴ ροὴ
Στὸν λάρυγγα ἀκριβῶς μὰ καὶ στὰ χείλη ἀπάνω
Σὰν ἦρθες ἡ εὐχὴ νὰ ζήσεις πῆρε σῶμα
Τὴ νύχτα τὴ βαριὰ ἔσκαβε ἴσκιους χάιδευε
Νὰ λειώσει τὴ βρομιά τους καὶ τοὺς παγετῶνες
Σὰ μάτι ποὺ θωρεῖ καλὰ καὶ πεντακάθαρα
Λεπταίσθητα χοερτάρια χελιδόνιζαν
Φθινόπωρο ἔπεφτε στῶν σκοταδιῶν τὸ σάκκο
Σὰν ἦρθες οἱ ὄχθες τὸ ποτάμι ἐλευθερώσανε
Γιὰ νὰ φτάσουν ὣς τῆς θάλασσας τὴν ἄκρη
Ψηλότερη ἔφτασες στὰ βάθη τῆς ὀδύνης μου
Ἀπ᾽ ὅ,τι δέντρο πού ᾽φυγε ἀπὸ δάση ἀπάνεμα
Τῆς λύπης ἔσπασε ἡ κραυγὴ σὲ δυὸ κομμάτια
Καὶ τῆς ἀμφιβολίας μπρὸς στὸ φῶς τοῦ ἔρωτά μας
Ἡ σκιὰ δόξα τὴ ντροπὴ ἔδιωξε ὁ ἥλιος πέρα
Τὸ βάρος πιὰ ἐλαφρὺ καὶ τὸ φορτίο γέλιο
Τὸ ὑπόγειο δόξα κι ἔγινε βουνοκορφὴ
Καὶ ἡ δυστυχία ἀπὸ προσώπου γῆς ἐχάθη
Ἡ θέσις ἡ συνήθης ὅπου ἐβλάκευα
Ὁ δίχως ξύπνο διάδρομος τὸ ἀδιέξοδο
Στὴν κόλαση νὰ λάμπουν ἄρχισαν οἱ φλόγες
Χειροκροτοῦσαν τὴ λυμένη αἰωνιότητα
Ὤ ἐσὺ ὁ ταραγμένος νοῦς μου καὶ ὁ γαλήνιος
Σιωπή μου ἠχηρὴ μὰ καὶ κρυφή μου ἠχὼ
Τυφλή μου ὁραματίστρια καὶ ὄψη παρελθούσα
Μονάχη ἡ παρουσία σου μοῦ ἀπόμεινε
Μὲ τὴν ἐμπιστοσύνη σου μὲ προστατεύεις.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου