Πέμπτη 5 Μαΐου 2022

ΩΔΗ ΣΤΟ ΞΥΛΟ

 


PABLO NERUDA

 

ΩΔΗ ΣΤΟ ΞΥΛΟ

 

Ἄχ, ἀπ᾽ ὅσα γνωρίζω

καὶ ἀναγνωρίζω

ἀνάμεσα σ᾽ ὅλα τὰ πράγματα

τὸ ξύλο εἶναι ὁ καλύτερός μου φίλος.

Σ᾽ ὅλο τὸν κόσμο κουβαλάω

στὸ κορμί μου, στὰ ροῦχα μου,

ἄρωμα

πριονίσματος,

ὀσμὴ κόκκινης τάβλας.

Τὸ στῆθος μου, οἱ αἰσθήσεις μου

ποτίστηκαν

στὰ παιδικά μου χρόνια

μὲ δέντρα ποὺ ἔπεφταν,

μὲ δάση μεγάλα καὶ γεμάτα

μελλοντικὴ οἰκοδόμηση.

Ἄκουσα πόσο μαστιγώνουν

τὸν γιγαντιαῖο

λάρικα,

τὴν ἑξηντάμετρη δάφνη.

 

Τὸ τσεκούρι καὶ ἡ μέση

τοῦ μικροσκοπικοῦ

πελεκητῆ

ραμφίζουν ξαφνικὰ

τὴν ὑπεροπτικὴ κολόνα του,

ὁ ἄνθρωπος νικάει, καὶ πέφτει

ἡ εὐωδιαστὴ κολόνα,

τρέμει ἡ γῆ, κουφὴ

βροντή, μαῦρος λυγμὸς

στὶς ρίζες, καὶ τότε,

τότε ἕνα κύμα

μοσκοβολιὲς τοῦ δάσους

τὶς αἰσθήσεις μου κατέκλυσε.

Ἔγινε στὰ παιδικά μου χρόνια, ἔγινε

στὸ νοτισμένο ἐπάνω χῶμα, μακριά,

στὶς ζοῦγκλες τοῦ Νότου,

στὰ μυροβόλα, καταπράσινα

ἀρχιπέλαγα,

μαζὶ μ᾽ ἐμένα

γεννιόντουσαν δοκάρια

ποὺ κοιμόντουσαν,

πυκνὰ σὰν σίδερο,

σανίδες

λεπτὲς καὶ ἠχηρές.

Ἔτριζε τὸ πριόνι

τραγουδώντας

τοὺς ἀτσαλένιους του ἔρωτες,

οὔρλιαζε τὸ νῆμα διαπεραστικά,

ὁ μεταλλικὸς θρῆνος

τοῦ πριονιοῦ ποὺ ἔκοβε

τὸ ψωμὶ τοῦ δάσους

ὅπως κάνει ἡ μάνα στὴ γέννα,

κι ἔβγανε φῶς ἐν μέσω

τοῦ φωτὸς

καὶ ἡ ζούγκλα

τὰ σώθικα τῆς φύσης

ἔγδερνε,

γεννοβολώντας

ξύλινα κάστρα,

σπίτια γιὰ τὸν ἄνθρωπο,

σχολεῖα, φέρετρα,

τραπέζια καὶ λαβὲς

γιὰ τσεκούρια.

Τὰ πάντα

ἐκεῖ στὸ δάσος

κοιμόντουσαν κάτω ἀπὸ τὰ βρεγμένα φύλλα

ὅταν

κάποιος

ἄρχισε

νὰ λυγίζει τὴ μέση του

καὶ σηκώνοντας τὸ τσεκούρι του

νὰ πελεκάει ἔπιασε τὴν ἁγνὴ

ἐπισημότητα τοῦ δέντρου

καὶ αὐτὸ

νὰ πέφτει,

βροντὲς πέφτουν καὶ μοσχοβολιὲς

γιὰ νὰ γεννηθοῦν ἀπὸ κεῖνες

καὶ ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου τὰ χέρια

ἡ κατασκευή, ἡ μορφὴ

καὶ τὸ κτήριο.

Σὲ ξέρω, σὲ ἀγαπῶ,

σὲ εἶδα νὰ γεννιέσαι, ξύλο.

Γι᾽ αὐτό,

ὅταν σ᾽ ἀγγίζω,

μοῦ ἀπαντᾶς

σὰν κορμὶ ἀγαπημένο,

μοῦ δείχνεις

τὰ μάτια καὶ τὶς ἴνες σου,

τοὺς ρόζους καὶ τοὺς σπίλους σου,

τὰ νεῦρα, τὰ νερά σου

σάμπως ποτάμια ἀκίνητα.

Ἐγὼ ξέρω

αὐτὸ ποὺ τραγούδησαν

μὲ τὴ φωνὴ τοῦ ἐνέμου,

ἀκούω

τὴ νύχτα τὴ σεβαστικὴ,

τὸν καλπασμὸ

τοῦ ἀλόγου στὴ ζούγκλα,

σὲ ἀγγίζω καὶ ἀνοίγεις

σὰν ξερὸ τριαντάφυλλο

ποὺ θὰ ξαναζωντάνευε

μόνο γιὰ μένα

καὶ θὰ μοῦ ᾽δινε πάλι

τὴν εὐωδιὰ καὶ τὴ φωτιὰ

ποὺ μοιάζαν πεθαμένες.

Κάτω

ἀπὸ τὴ βρόμικη εἰκόνα

μαντεύω τοὺς πόρους σου,

πνιγμένο μὲ καλεῖς

κι ἐγὼ σ᾽ ἀκούω,

νιώθω

νὰ σειοῦνται

τὰ δέντρα

ποὺ κάνανε τὰ παιδικά μου χρόνια

νὰ σαστίζουν,

βλέπω

νὰ βγαίνουν ἀπὸ σένα,

σάμπως νὰ πετοῦν ὠκεανοὶ

καὶ περιστέρια,

τὰ φτερὰ τῶν βιβλίων,

τὸ αὐριανὸ χαρτὶ

γιὰ τὸν ἄνθρωπο,

τὸ χαρτὶ τὸ ἁγνὸ

γιὰ τὸν ἁγνὸ τὸν ἄνθρωπο

ποὺ θὰ ὑπάρχει αὔριο

καὶ ποὺ σήμερα γεννιέται

μ᾽ ἕναν ἦχο πριονιοῦ,

μ᾽ ἕνα σούρσιμο

φωτός, ἤχου καὶ αἵματος.

Εἶναι τὸ πριονιστήριο

τοῦ χρόνου,

πέφτει

ἡ σκοτεινὴ ζούγκλα, σκοτεινὸς

γεννιέται

ὁ ἄνθρωπος,

πέφτουν τὰ μαῦρα φύλλα

καὶ μᾶς πατάει ἡ βροντή,

καὶ τὴν ἴδια ὥρα μιλᾶνε

ὁ θάνατος καὶ ἡ ζωή,

σὰν βιολὶ σηκώνεται

τὸ τραγούδι ἢ ὁ θρῆνος

τοῦ πριονιοῦ στὸ δάσος,

κι ἔτσι γεννιέται καὶ ἀρχίζει

νὰ γυρνάει τὸ ξύλο

τὸν κόσμο,

ὥσπου νὰ γίνει οἰκοδόμος σιωπηλός,

ποὺ τὸν κόβει καὶ τὸν τρυπάει τὸ σίδερο,

ὥσπου νὰ βασανιστεῖ καὶ νὰ προστατευτεῖ

χτίζοντας

τὸ σπιτικὸ

ὅπου κάθε μέρα

θὰ συναντιοῦνται

ὁ ἄντρας, ἡ γυναίκα

καὶ ἡ ζωή.

 

Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου