JORGE
LUIS BORGES
ΤΟ ΓΚΟΛΕΜ
Αν (όπως λέει ο Έλληνας στον διάλογο Κρατύλος)
αρχέτυπος του πράγματος είν’ τ’ όνομα, εν παρόδω
ειρήσθω: μες στα γράμματα του ρόδου είναι το ρόδο,
και ολόκληρος ο Νείλος ρέει μες στη λέξη Νείλος.
Οπότε από φωνήεντα και σύμφωνα φτιαγμένο
θα υπάρχει ένα όνομα να περιέχει την ουσία
την τρομερή του Θεού, του οποίου η Παντοδυναμία
σε γράμματα και συλλαβές θαν τό ’χει περασμένο.
Ο Αδάμ και τ’ άστρα τό ’ξεραν στον Κήπο. Τό ’χει
σβήσει η
σκουριά (λεν οι καββαλιστές) της αμαρτίας, όμως.
Και σήμερα επιβεβαιώνεται ο παλιός ο νόμος –
γι’ αυτό και οι νεότερες γενιές πια τό ’χουν λησμονήσει.
Και τα τεχνάσματα και η ειλικρίνεια του ανθρώπου
δεν έχουν τέλος. Ξέρουμε ότι κάποτε, μια μέρα,
του Θεού ο λαός ζητούσε τ’ όνομα να βρει πιο πέρα
απ’ τα εβραϊκά νυχτέρια του, μετά μεγάλου κόπου.
Υπάρχουν ιστορίες που μι’ αόριστη και μάγα
σκϊά άφησαν να πέφτει στην αόριστη ιστορία·
εδώ όμως έχουμε χλωρά και ζωντανά στοιχεία
για τον Ιούδα Λεόν, αρχιραβίνο από την Πράγα.
Διψώντας να γνωρίσει αυτό που ο Θεός γνωρίζει, και οίδα
να πει, άρχισε ο Ιούδας Λεόν με μεταθέσεις των
γραμμάτων
να προχωράει σε παραλλαγές των ονομάτων
ώς να προφέρει εν τέλει το όνομα αυτό που είναι η
Κλείδα,
η Πύλη, ο Αντίλαλος, ο Οικοδεσπότης του Ανακτόρου,
γραμμένο σ’ ένα ομοίωμα ανδρικό που τό ’χε φτιάξει
τελείως άτεχνα, τα μυστικά για να διδάξει
που κρύβονται στα γράμματα του Χρόνου και του Χώρου.
Το ανδρείκελο άνοιξε τ’ αμάθητα στις αφυπνίσεις
ματόφυλλά του και είδε μήτρες και μορφές του κάλλους
που δεν τις καταλάβαινε χαμένες μες στους σάλους,
ενώ προσπάθησε να κάνει και δειλές κινήσεις.
Σιγά-σιγά (όπως όλοι) τό ’νιωσε πως είχε μείνει
φυλακισμένο σε φωνών και σε ήχων κάποια χώρα:
με Πριν, Μετά, Προχτές, με Αφού και μ’ Έπειτα και Τώρα,
με Αριστερά, Δεξιά, με Εγώ κι Εσύ, οι Άλλοι, Τούτοι,
Εκείνοι.
(Τότε ο καββαλιστής και λειτουργός με πνεύμα θείο
ονόμασε το πλάσμα τούτο το τεράστιο Γκόλεμ·
περί της αληθείας αποφαίνεται και ο Σόλεμ
σε κάποιο των γραπτών του περισπούδαστο χωρίο.)
Το σύμπαν ο ραβίνος τού εξηγούσε: να γνωρίζει
τα πόδια τα δικά του και των άλλων, τί είναι χάσμα
και τί έλασμα· μα με τα χρόνια τούτο δω το πλάσμα
μονάχα τη Συναγωγή έμαθε να συγυρίζει.
Μπορεί και λάθος νά ’γινε σε κάποιον χαρακτήρα,
του Αγίου Ονόματος να μπερδευτήκαν τα ψηφία,
γιατί παρά την τέλεια εκείνη μηχανορραφία
ο μαθητής δεν οικειώθηκε ομιλίας πείρα.
Τα μάτια του –όχι ανθρώπου μάτια, μάτια μάλλον σκύλου,
αλλά και πάλι όχι, όχι σκύλου, αλλά αντικειμένου–
τον δάσκαλο ακολούθαγαν στο ημίφως, προκειμένου
να περπατά ασφαλής στην επισφάλεια του ασύλου.
Ναι, κάτι ανώμαλο, απελέκητο είχε αυτό το Γκόλεμ –
στο διάβα του, να φανταστείτε, του ραβίνου ο γάτος
κρυβότανε. (Ναι, εγώ τον επινόησα προσφάτως
τον γάτο – μνεία γι’ αυτόν καμιά δεν έχει κάνει ο
Σόλεμ.)
Υψώνοντας τα χέρια στον Θεό με ατυχείς μιμήσεις
την πίστη πάσχιζε να δείξει και την ευσέβειά του
ή με χαμόγελα και την παροιμιώδη αφέλειά του
σε ανατολίτικες αναλωνόταν υποκλίσεις.
Μπορεί ο πονόψυχος ραβίνος να το συμπονούσε,
μα ετρόμαζε και λίγο. «Πώς εγίνηκε να κάνω
εγώ γιό τέτοιο; – τέτοιο πράμα, και χαζό από πάνω;
Δεν έμενα στ’ αβγά μου;» συνετά μονολογούσε.
«Γιατί σε μια σειρά συμβόλων, που έβλεπα πως τείνει
στο άπειρο, έπρεπε να φέρω κι άλλο εγώ κουβάρι
να ξετυλίγεται, κι επί ματαίω να με πάρει
στην κάτω βόλτα κι άλλη συντυχία και άλλη οδύνη;»
Την ώρα που έπνεε τα λοίσθια με τα φώτα μάγα
μπροστά του, προς το Γκόλεμ του, ιδού, έστρεψε τα
μάτια.
Ποιός θα μας πει τί νά ’νιωσε στα εν ουρανοίς παλάτια
ο Θεός παρατηρώντας τον ραβίνο του στην Πράγα;
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου