JORGE
LUIS BORGES
ΑΔΡΟΓΚΕ
Στη δυσανάγνωστη τη νύχτα μέσα δεν φοβάται
κανείς μην και χαθώ στα μελανά του πάρκου τ’ άνθη,
εκεί όπου πλέκεται αρωμάτων σύστημα και όπου άνθι-
ζε ερώτων νοσταλγία, που και πάλι συναντάται·
ούτε στη σχόλη της βραδιάς που μυστικό πουλάκι
λαλεί μονίμως το ένα και μοναδικό του άσμα,
ή στο τρεχούμενο νερό ή στον κόμβο, που ’ν’ παράκει,
σ’ έν’ άσχετο άγαλμα, σε αβέβαιο ερειπίων κλάσμα.
Στην άδεια σκιά άδειος και ο τερματικός σταθμός πιο
πέρα
πολύ ρευστά (το ξέρω) και ασαφή όρια βάζει: ορίζει
τη σκόνη και τα γιασεμιά του κόσμου αυτού, που αρχίζει
και λήγει χάρις στον Βερλαίν, μα και στον Χούλιο
Ερέρα.
Των ευκαλύπτων η ιαματική ευωδιά πετάει
στον ίσκιο τον παχύ τους: ευωδιά παλιά που τρέχει
τούς χρόνους να διαβεί και τους δισσούς τούς λόγους
που έχει
η γλώσσα, των κτιρίων τους καιρούς για να μετράει.
Το βήμα μου γυρεύει νά ’βρει ό,τι περιμένει:
ένα κατώφλι. Το εμβαδόν του σκιώδες σαν εσπέρα
απλώνεται· με το πλακόστρωτό της σαν σκακιέρα
η μεσαυλή είναι· και όλο στάζει η βρύση, χαλασμένη.
Και οι πόρτες: πίσω απ’ τα πλαίσια τους των κουφωμάτων
κοιμούνται αυτοί που με τις ευλογίες των ονείρων
μες στο σκοτάδι ιδεατοί γίνονται αφεντάδες κλήρων:
ενός τεράστιου παρελθόντος και νεκρών πραγμάτων.
Ένα προς ένα τα γνωρίζω εγώ όλα του κτιρίου
αυτού τα πράγματα: τη μαρμαροκονία που πέφτει
από τους τοίχους τους παλιούς, και δίκην πειστηρίου
πολλαπλασιάζεται ύστερα μες στον θαμπό καθρέφτη·
αλλά και τη λιονταροκεφαλή νά ’ν’ να δαγκώνει
έναν χαλκά· και την πολύχρωμη τη τζαμαρία
που το παιδάκι ανακαλούσε με κάθε ευκαιρία
των κόσμων το πρασινοκόκκινο μεγάλο αλώνι.
Διαρκούν τα πράγματα άσχετα απ’ το τί θα τους
διανείμει
ο θάνατος και η τυχαιότητα. Έχουν ιστορία,
και το καθένα ακολουθεί της μοίρας την πορεία
στην τέταρτή της διάσταση που λέγεται και μνήμη.
Τώρα πια εκεί, και μόνο εκεί, τους κήπους έχει
στείλει,
μα και τις μεσαυλές, το παρελθόν. Τα περασμένα
κοιτούν τα τωρινά σε εδάφη απαγορευμένα
που τα διασχίζουν μες στον χρόνο ο όρθρος και το
δείλι.
Πώς μπόρεσε κι εχάθη η τάξη –που ήταν και δική σου–
η μετρημένη των μικρών και ταπεινών πραγμάτων,
που γίναν τώρα απρόσιτα σαν σε δάση αρωμάτων
απ’ του Αδάμ τα ρόδα στην τρυφή του Παραδείσου;
Με κυριεύει η αρχαία έκσταση που βγάζει η ελεγεία,
ο νους μου όποτε στο σπίτι το παλιό γυρνάει·
και δεν καταλαβαίνω καν ο χρόνος πώς περνάει
εγώ, που χρόνος είμαι και αίμα και όλος αγωνία.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου