GEORG TRAKL
Η
ΠΕΘΑΜΕΝΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Σε
στασίδια σκοτεινά κάθονται στριμωγμένοι
και
τα σβησμένα έχουν βλέμματά τους προς τον σταυρό
υψώσει.
Τα φώτα τρεμοπαίζουνε σαν σκεπασμένα και θαμπά·
κι
επίσης σάμπως σκεπασμένη και η πληγωμένη κεφαλή.
Το
θυμίαμα ανεβαίνει από θυμιατήρια χρυσαφένια
και
πάει ψηλά: ύμνος είναι ημιθανής
που
πνέει τα λοίσθια· και αβέβαιος σκυθρωπιάζει και γλυκύς
σα
στοιχειωμένος εκεί μέσα ο χώρος. Ο ιερέας προχωράει
προς
την Αγία Τράπεζα· πλην όμως με πνεύμα κουρασμένο ασκεί
τα
νενομισμένα και τα ευλαβή ειωθότα – οικτρός αυτός ηθοποιός,
μπροστά
σε ποίμνιο άθλιο με καρδιά σφιγμένη,
σ’ έν’ άψυχο έργο που παίζεται με άρτον και οίνον.
Χτυπά
η καμπάνα! Θολά τα φώτα τρεμοπαίζουν –
και
πιο χλομή σαν σκεπασμένη η πληγωμένη κεφαλή!
Το
όργανο στριγγλίζει! Ένα ρίγος σε νεκρές καρδιές
κάποιαν
ανάμνηση ξυπνάει! Μια ματωμένη όψη
τυλίγεται
μες στο σκοτάδι, και με πλήθος μάτια
την
κοιτάζει η απελπισία που ατενίζουν το κενό.
Και
μια φωνή, που σαν τις άλλες όλες τις φωνές ηχούσε,
ξεσπάει
τότε σε λυγμούς – ενώ στον χώρο μέσα εμεγάλωνε η φρίκη,
η
φρίκη του θανάτου εμεγάλωνε: Ελέησόν με ο Θεός,
κατά
το μέγα έλεός Σου!
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου