Κυριακή 31 Μαΐου 2020

ΣΤΟΝ ΦΡΑΝΣΙΣΚΟ ΛΟΠΕΣ ΜΕΡΙΝΟ



JORGE LUIS BORGES


ΣΤΟΝ ΦΡΑΝΣΙΣΚΟ ΛΟΠΕΣ ΜΕΡΙΝΟ

Αν απ’ το χέρι  το δικό σου σκεπαστείς με θάνατο,
κι αν ήταν θέλησή σου ν’ αρνηθείς τα πρωινά του κόσμου όλα,
τελείως ανώφελα σε καλούνε τα λόγια τούτα τ’ αποδοκιμαστικά,
τα προορισμένα μόνο για την αδυναμία και την ήττα.

Οπότε το μόνο που μας μένει είναι
το όνειδος των ρόδων να πούμε που δεν βρήκαν τρόπο να σε καθυστερήσουν,
την καταισχύνη της ημέρας που σου επέτρεψε τον πυροβολισμό, το τέλος.

Και τί ν’ αντιτάξει η φωνή μας
σε ό,τι μας επιβεβαιώνουν η αποσύνθεση, τα δάκρυα, το μάρμαρο;
Υπάρχει τρυφερότητα όμως
που κανένας δεν μας τη μικραίνει θάνατος:
τα νέα τα γνωστά, κι ας είναι δυσανάγνωστα, που η μουσική μας εμπιστεύεται,
η πατρίδα που καταλήγει νά ’ναι κάτι συκιές και μία στέρνα,
του έρωτα η βαρύτητα που μας δικαιώνει.

Τα σκέφτομαι όλ’ αυτά όπως σκέφτομαι, μυστικέ μου φίλε,
και ότι ίσως μηχανευόμαστε τον θάνατό μας με εικόνες που αγαπάμε,
και το ήξερες ήδη,  με κουδούνια, με χαριτωμένα κορίτσια,
με μι’ αδερφή της μαθητικής επιστολής σου,
και ότι θα ήθελες κεί μέσα να χαθείς σαν σε όνειρο
που φέρνει τη λήθη του κόσμου, λήθη συντροφική ωστόσο,
και όπου μάς ευλογεί η λησμοσύνη πάσα.

Αν ισχύει αυτό και αν –για όσο μας αφήνει ο χρόνος–
μας μένει της αιωνιότητας ένα ίζημα, μια κάποια του κόσμου απόγευση,
τότε ο θάνατός σου είναι ελαφρός,
όπως κι οι στίχοι που μας περιμένουν πάντα,
οπότε και δεν θα βεβηλώσουν το σκοτάδι σου
τούτες τις φιλίες που σε καλούν τώρα κοντά τους.




Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου