Παρασκευή 15 Μαΐου 2020

ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ



GEORG TRAKL


ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ

Φθινόπωρο: μαύρος βηματισμός στις παρυφές του δάσους· στιγμή βουβής καταστροφής· του λεπρού το μέτωπο αφουγκράζεται κάτω απ’ το γυμνό από φύλλα δέντρο. Βράδυ περασμένο από καιρό, και τώρα ιδού πέφτει πάνω στα σκεπασμένα με βρύα σκαλοπάτια· Νοέμβρης. Μια καμπάνα χτυπάει, και ο βοσκός πηγαίνει στο χωριό ένα κοπάδι άλογα μαύρα και πυρά. Κάτω από της φουντουκιάς τον θάμνο ο πράσινος κυνηγός έν’ αγρίμι λιανίζει. Τα χέρια του αχνίζουν αίμα, και του ζώου ο ίσκιος στενάζει στα φύλλα, πάνω από του άντρα τα μάτια, φαιός και αμίλητος· το δάσος. Καρακάξες που σκορπίζονται· τρεις. Σονάτα το πέταγμά τους μοιάζει, όλο ξεθωριασμένες συγχορδίες και βαρυθυμία χαρακτηριστική των ανδρών· ανάπαλα ένα σύννεφο χρυσό διαλύεται. Αγόρια στον μύλο ανάβουν φωτιά. Φλόγα είναι ο αδερφός του Κατάχλομου, κι εκείνος γελάει θαμμένος στα πορφυρά του μαλλιά· ή είναι τόπος του φόνου, απ’ όπου περνάει πέτρινη στράτα. Οι βερβερίτσες εξαφανισμένες, κι αυτός χρόνια και χρόνια ονειρεύεται σε μολυβένιο αγέρα κάτω απ’ τα πεύκα· αγωνία, πράσινο σκοτάδι, το γαργάρισμα κάποιου που πνίγεται: απ’ την έναστρη λίμνη βγάζει ο ψαράς ένα μεγάλο μαύρο ψάρι, όψη έμπλεη φρίκης και παράνοιας. Οι φωνές του καλαμιώνα, και πίσω από κάτι άντρες που καβγαδίζουν λικνίζεται εκείνος σε κόκκινη βάρκα επάνω όσο παγώνουν τα φθινοπωρινά νερά, σε σάγκες ζώντας σκοτεινές της γενιάς του και με μάτια ανοιγμένα πέτρινα πάνω από νύχτες και τρόμους παρθένων. Κακό.
  Τί σε αναγκάζει να μένεις ασάλευτος στα γκρεμισμένα σκαλοπάτια, στο σπίτι των προγόνων σου; Μολυβένια μαυρίλα. Τί σηκώνεις με χέρι ασημένιο και το φέρνεις στα μάτια σου, και τα βλέφαρα πέφτουν σαν μεθυσμένα με αφιόνι; Όμως μέσα από τον τοίχο της πέτρας τον έναστρο θωρείς ουρανό, τον γαλαξία, τον Κρόνο· κόκκινο. Με μένος χτυπάει το γυμνωμένο δέντρο τον πέτρινο τοίχο. Κι εσύ γκρεμισμένα σκαλοπάτια: δέντρο, αστέρι, πέτρα! Εσύ, ζώο γαλάζιο, που τρέμει απαλά· εσύ, ο χλομός ιερέας, που σφάζει πάνω στον μαύρο βωμό. Ω, το χαμόγελό σου στο σκοτάδι, θλιμμένο και κακό, για να κιτρινίζουν παιδιά στον ύπνο τους. Μια κόκκινη φλόγα ξεπήδησε απ’ το χέρι σου και μια νυχτοπεταλούδα κάηκε μέσα της. Ω, ο αυλός του φωτός· ω ο αυλός του θανάτου. Τί σε αναγκάζει να μένεις ασάλευτος στα γκρεμισμένα σκαλοπάτια, στο σπίτι των προγόνων σου; Κάτω στην πύλη άγγελος κρούει με κρυστάλλινο δάχτυλο.
  Ω, του ύπνου η κόλαση· σκοτεινό στρατί, φαιόχρωμο κηπάριο. Απάλαφρα αντηχεί της νεκρής η μορφή στη γαλάζια εσπέρα. Πράσιν’ ανθάκια τής παίζουν τριγύρω και η όψη της την έχει τώρα πια εγκαταλείψει. Ή γέρνει ξέθωρη πάνω απ’ του φονιά το κρύο μέτωπο στο σκοτάδι του διαδρόμου· προσκύνηση, της λαγνείας φλόγα καταπόρφυρη· τα λοίσθια πνέοντας γκρεμίστηκε απ’ τα μαύρα σκαλοπάτια ο κοιμώμενος μες στο σκοτάδι.
  Κάποιος σ’ άφησε στο σταυροδρόμι, κι εσύ ώρα πολλή κοιτάζεις πίσω σου τώρα. Ασημένια βήματα στη σκιά που χαρίζουν κουτσουρεμένες μηλίτσες. Άλικος λάμπει ο καρπός στο μαύρο σύγκλαδο και στα χόρτα ξεπουκαμισιάζεται το φίδι. Ω! το σκοτάδι· ο ιδρώτας που προβαίνει στο παγωμένο μέτωπο και τα θλιμμένα όνειρα στο κρασί, στο καπηλειό του χωριού με τα μαυροκαπνισμένα του δοκάρια. Εσύ, αγριότοπος ακόμα, που μαγεύει ρόδινα νησιά από τα φαιά σύννεφα του ταμπάκου και που βγάζει από μέσα του το άγριο κρώξιμο του γρύπα, όταν κυνηγάει σε μαύρους σκοπέλους στη θάλασσα, στη θύελλα και στους πάγους. Εσύ, πράσινο μέταλλο και από μέσα πύρινη όψη που θέλει να φύγει και τραγουδάει απ’ το κοιμητήριο του λόφου καιρούς ζοφερούς και του αγγέλου τη φλεγόμενη πτώση. Ω! απελπισία που γονυπετής με μια βουβή σέρνεται κραυγή.
  Κάποιος νεκρός σ’ επισκέπτεται. Απ’ την καρδιά τρέχει και χύνεται μόνο του το αίμα και σ’ ένα μαύρο φρύδι πάει και φωλιάζει μι’ ανείπωτη στιγμή· τί άραχλο συναπάντημα και τούτο. Εσύ, σελήνη πορφυρή, όταν προβάλλει εκείνος στον ίσκιο της ελιάς τον πράσινο. Και νύχτα τον ακολουθεί αέναη.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου