Τετάρτη 27 Μαΐου 2020

ΟΙ ΚΑΤΑΡΑΤΟΙ



GEORG TRAKL


ΟΙ ΚΑΤΑΡΑΤΟΙ

Ι
Πέφτει το σούρουπο. Στη βρύση γριές γυναίκες πάνε.
Σκοτάδι· καστανιές· και κάτι κόκκινο γελάει.
Από ’να μαγαζί μοσκοβολιά ψωμιού πετάει·
λιοτρόπια σκύβουν απ’ τον φράχτη, στο κενό βουτάνε.

Απ’ την ταβέρνα στο ποτάμι ξέψυχο όλο βγαίνει
κουδούνισμα χρημάτων και γρατζούνισμα κιθάρας.
Σε μια μικρή το φωτοστέφανο της σαστιμάρας
λάμπει απαλό μπρος στη τζαμόπορτα όπου περιμένει.

Ω, λάμψη μπλε ξυπνάει μες στα τζάμια εκεί η κοπέλα
με αγκάθια μαύρα ολόγυρά της να τη σαγηνεύουν.
Γραφιάς χαμογελάει καμπούρης, κι είναι να κατέβουν
τα γέλια στο νερό που μι’ άγρια τό ’χει πιάσει τρέλα.


ΙΙ
Στριφώνει –βράδυ αργά– το μπλε της φόρεμα που εφόρει η
πανούκλα· αγέλαστος την πόρτα κλείνει ο επισκέπτης.
Ο σφένταμος απ’ το παράθυρο πηδά ώσπερ κλέπτης·
στο μέτωπό της ακουμπά το χέρι του έν’ αγόρι.

Κακά, βαριά βυθίζονται τα ματοτσίνορά της.
Τα χέρια του παιδιού ρευστά τής χύνονται στην κόμη,
καυτά και λαγαρά τα δάκρυά του πάνε ακόμη
στις μαύρες κι άδειες κόγχες που χωρούν τα βλέμματά της.

Τότε φωλιά κάτι άλικων νωθρών φιδιών αδειάζει
το βάρος της στην αναστατωμένην αγκαλιά της.
Της πέφτει πεθαμένο κάτι κάτω, και η μιλιά της
τη θλίψη πιάνει κάποιου τάπητα και τη ρελιάζει.


ΙΙΙ
Στο καφετί κηπάριο μεταλλόφωνο αντηχάει.
Γαλάζιο μες στης καστανιάς το σκότος αιωρείται –
γυναίκας ξένης το γλυκό παλτό είναι· και κινείται
μια μυρωδιά από ρεζεντά· αίσθηση που ζεματάει

για το Κακό. Το μέτωπο, ψυχρό και ωχρό, όλο σκύβει
μες σε βρομιές που τρέφουν αρουραίο πεινασμένο·
κι είναι απ’ την άλικη των άστρων λάμψη ξεπλυμένο·
τα μήλα, που εκεί ανάκουστα έπεσαν, ο κήπος κρύβει.

Μαύρη είναι η νύχτα. Ο άνεμος –χτικιό– φυσά· φουσκώνει
το νυχτικό εκείνου του παιδιού που τό ’χει φέρει
να τριγυρνάει κει πέρα. Βάζει της νεκρής το χέρι
στο στόμα του. Χαμόγελα όμορφα, ναι, η Σόνια στρώνει.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου