GEORG TRAKL
ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΣΚΟΤΙΣΗ
Τα βράδια ο πατέρας
εγέρναγε· σε δωμάτια σκοτεινά πέτρωνε της μητέρας η όψη και πάνω στ’ αγόρι
εβάραινε η κατάρα του εξαλλοιωμένου, του εκφυλισμένου γένους. Καμιά φορά θυμότανε
τα παιδικά του χρόνια, όλο αρρώστιες, τρόμους και σκοτάδια, παιχνίδια
ανομολόγητα στον κήπο με τ’ αστέρια ή που τάιζε τους αρουραίους στην αυλή με το
σούρουπο. Από γαλάζιο καθρέφτη εφάνηκε η λιανή μορφή της αδελφής, κι αυτός
σωριάστηκε τότε, νεκρός θα ’λεγες, μες στο σκοτάδι. Τις νύχτες έσκαγε το στόμα
του σαν κόκκινος καρπός και τ’ άστρα έλαμπαν πάνω από την άλαλη θλίψη του. Τα
όνειρά του γεμίζανε το παλαιό σπίτι των προγόνων. Με το δείλι τού άρεσε να
πηγαίνει στο ερειπωμένο κοιμητήριο ή να περιεργάζεται σορούς στων νεκροθαλάμων
το ημίφως, της σήψης τα πράσινα στίγματα στα ωραία τους χέρια. Στην πύλη του
μοναστηριού παρακαλούσε να του δώσουν ένα κομμάτι ψωμί· μαύρου αλόγου ο ίσκιος τιναζότανε
μέσ’ απ’ τον ζόφο και τον έσκιαζε. Ξαπλωμένος στην κρύα του την κλίνη κατακλυζόταν
από ανείπωτα δάκρυα. Αλλά κανένας δεν ήταν εκεί να του βάλει στο μέτωπό του το
χέρι του. Σαν ερχόταν το φθινόπωρο, έφευγε προφήτης σε κάποιο μαυρολίβαδο. Ω,
οι ώρες της άγριας έκστασης, τα βράδια στο πράσινο ποτάμι, τα κυνήγια. Ω, η
ψυχή που τραγούδαγε σιγανά-σιγανά το τραγούδι του κιτρινισμένου καλαμιώνα·
ευλάβεια διάπυρη. Άφωνος και για ώρα πολλή εκοίταγε τα έναστρα μάτια του
βάτραχου, με περίτρομα χέρια ένιωθε το κρύο της παλιόπετρας, και τον σεβαστό
απάγγελνε θρύλο της γαλάζιας πηγής. Ω, τ’ ασημόψαρα και οι καρποί που πέφτανε
από τα κουτσουρεμένα δέντρα. Οι συγχορδίες των βημάτων του τον εγέμιζαν
υπερηφάνεια και περιφρόνηση για τους ανθρώπους. Επιστρέφοντας σπίτι συνάνταγε
έν’ ακατοίκητο κάστρο. Πεπτωκότες θεοί ήσαν στον κήπο και ολοφύρονταν μέσα στο
σούρουπο. Αυτουνού όμως τού ’ρχόταν να πει: εδώ ζούσα εγώ για χρόνια, χρόνια τώρα
πια ξεχασμένα. Κι ένα χορικό συνοδεία εκκλησιαστικού οργάνου τον έκανε να πληρούται
δέους για τον Θεό. Πλην όμως σε μαύρη κι άραχλη σπηλιά περνούσε τις μέρες του,
εψεύδετο και έκλεβε και όλο κρυβόταν, ώσπερ λύκος φλεγόμενος, από της μητέρας
την πάλλευκη όψη. Ω, την ώρα που με το στόμα του λίθινο έγερνε στον κήπο με τ’
αστέρια, τότε του φονιά τον εσκέπαζ’ ο ίσκιος. Με πορφυρό το μέτωπο επήγαινε
στο βάλτο, και οργή Θεού τους μεταλλικούς του επαίδευε ώμους· ω, οι σημύδες εν
ώρα καταιγίδος, τα ζοφερά κτήνη, που δεν εβγαίνανε στα νυχτωμένα μονοπάτια
τους. Μίσος κατέκαιε την καρδιά του, λαγνεία, όταν στον πράσινο καλοκαιριάτικο
κήπο βιαιοπραγούσε πάνω στο αμίλητο παιδί, στου οποίου την απαστράπτουσα όψη το
δικό του σκοτισμένο αναγνώριζε πρόσωπο. Αλίμονο, το βράδυ στο παράθυρο, εκεί,
μέσ’ από άνθη άλικα, κουφάρι φριχτό, ο θάνατος πρόβελνε. Ω, πύργοι εσείς και
καμπάνες – της νύχτας οι ίσκιοι λίθινοι έπεφταν όλοι επάνω του.
Ουδείς τον αγάπησε. Φλογιζόταν
η κεφαλή του με ψεύδη και ακολασίες σε δωμάτια αμφίλυκα. Το κυανό θρόισμα
γυναικείου ενδύματος στήλη τον έκανε άλατος, ενώ στη θύρα στεκόταν η νύχτια
μορφή της μητέρας του. Από πάνω του υψώθηκαν οι ίσκιοι του Κακού. Ω, νύχτες
εσείς και αστέρια. Το βράδυ ανέλαβε τον χωλό και ανέβηκαν επί το όρος· στην
παγωμένη κορυφή απλωνόταν του λυκόφωτος η ρόδινη λάμψη και η καρδιά του εχτύπαγε
σαν απόσιγη του δειλινού καμπάνα. Με όλο τους το βάρος πέσαν βουλιαγμένα τ’
ανεμόδαρτα έλατα και ο κόκκινος κυνηγός εφάνηκε μέσ’ απ’ το δάσος. Κι όταν νύχτωσε,
θρύψαλα έγινε η κρυστάλλινη καρδιά του και κατακέφαλα το έρεβος τον χτύπησε.
Κάτω από γυμνές βελανιδιές έπνιξε με χέρια παγωμένα μιαν αγριόγατα. Εκ δεξιών
του θρηνώντας λευκή μορφή εφανερώθη αγγέλου, ο δε ίσκιος του χωλού μεγάλωσε μες
στο σκοτάδι. Αυτός όμως σήκωσε μια πέτρα και του την επέταξε, και τότ’ εκείνος
έφυγε ουρλιάζοντας, οπότε και στον ίσκιο του δέντρου έσβησε μ’ έναν αναστεναγμό
η μειλίχια του άγγελου όψη. Για ώρα πολλή κειτόταν σ’ ένα πετροχώραφο και κοίταγε τον χρυσό έναστρο
θόλο απορών δε άμα και θαυμάζων. Από νυχτερίδες διωγμένος στο σκοτάδι σωριάστηκε.
Με κομμένη την ανάσα μπήκε στο ερειπωμένο σπίτι. Στην αυλή, ίδιος αγρίμι, ήπιε
και ξεδίψασε από τα γαλάζια νερά της στέρνας, μέχρι που ξεπάγιασε. Εμπύρετος
κάθισε στα παγωμένα σκαλοπάτια, εξοργισμένος με τον Θεό που θα πέθαινε. Ω, η
φαιά όψη του τρόμου, όταν τα στρογγυλά του άνοιξε μάτια και είδε ενός
περιστεριού τον κομμένο λαιμό. Σερνάμενος σε ξένα σκαλοπάτια απάντησε μια νεαρή
Εβραιοπούλα και την άδραξε απ’ τη μαύρη της κόμη και της πήρε το στόμα. Κάτι
εχθρικό τον εςπήρε ξοπίσω σε κάτι κατασκότεινα σοκάκια και σιδερένιο του έσκισε τ’ αφτιά ένα κροτάλισμα.
Σε φθινοπωριάτικους τοίχους ακολούθησε ήσυχα, παπαδάκι κρατώντας εξαπτέρυγο,
τον σιωπηλό ιερέα· μεθυσμένος και κάτω από κατάξερα δέντρα ανάσανε την πορφύρα
της σεβαστής αλουργίδας. Ω, ο πεπτωκώς του ηλίου δίσκος. Γλυκά μαρτύρια τις
σάρκες του ξέσκισαν. Σ’ ένα παντέρημο σπίτι με αυλές τού εφανερώθηκε αιμόφυρτη
η μορφή του μες σε περιττώματα. Βαθύτερα αγάπησε τα εξαίσια έργα της πέτρας· τον
πύργο, που με μουτσούνες της κόλασης κυριεύει τις νύχτες τον γαλάζιο έναστρο
θόλο του ουρανού· τον κρύο τάφο, όπου φυλάσσεται η φλογερή του ανθρώπου καρδία.
Αλίμονο, η άφατη ενοχή, αυτή που τα πάντα διαγγέλει. Όσο όμως συλλογιζόταν
ζέοντα πράγματα και κατέβαινε κάτω από τα γυμνά δέντρα το φθινοπωριάτικο
ποτάμι, με τρίχινο χιτώνα φλεγόμενος τού εμφανίστηκε δαίμονας, η αδελφή. Σαν
ξύπνησαν, έσβηναν στις κεφαλές τους τ’ αστέρια.
Ω, το κατάρατο γένος!
Όταν σε λεκιασμένα δωμάτια οι μοίρες όλες έχουν πια συντελεσθεί, με βήματα
μουχλιασμένα μπαίνει σπίτι ο θάνατος. Ω, να ήταν έξω άνοιξη και στ’ ανθισμένο
δέντρο γλυκό πουλί να κελάηδαγε. Γκριζωπό ξεραίνεται όμως το λιγοστό χορτάρι στων
νυκτιπολούντων τα παράθυρα, ενώ το Κακό οι ματωμένες καρδιές στοχάζονται ακόμα.
Ω, οι δρόμοι οι εαρινοί του στοχαζόμενου που σκοτεινιάζουνε. Δικαιότατα τον
ευφραίνει ο θαλερός αγκαθόθαμνος, η νέα σπορά του γεωργού και το πουλί που
λαλεί, του Θεού το πασίχαρο πλάσμα· η εσπερινή καμπάνα και η ωραία των ανθρώπων
κοινότητα. Τη μοίρα του ν’ απολησμόναγε μόνο, αχ, μα και τ’ αγκάθια που
κεντάνε. Ελεύθερο πρασινίζει το ρυάκι εκεί που αργυρό πορεύεται το πόδι του, κι
ένα δέντρο με μιλιά θροΐζει πάνω απ’ το σκοτισμένο του κεφάλι. Τότε με
κοκαλιάρικο χέρι σηκώνει το φίδι ψηλά, και η καρδιά του έλειωσε μες σε διάπυρα
δάκρυα. Υπέροχη είναι η σιωπή του δάσους, πρασινισμένο έρεβος και τα ζώα στα
βρύα αναρριγώντας, σαν πέφτει η νύχτα. Ω, το ρίγος, όταν το κάθε όν που την
ενοχή του γνωρίζει, σε αγκαθερά μονοπάτια πορεύεται. Έτσι μες στ’ αγκάθια του
βάτου βρήκε τη λευκή μορφή της παιδούλας, να ματώνει, του νυμφίου της αναζητώντας
τον μανδύα. Αυτός όμως εκείτετο βουβός μπροστά της, να υποφέρει όντας θαμμένος
κάτω από τ’ ατσάλινα μαλλιά του. Ω, οι απαστράπτοντες άγγελοι που διεσκόρπισε
της νύχτας ο άλικος άνεμος. Σε κρυστάλλινη σπηλιά κατοικούσε τις νύχτες, και η
λέπρα βλάσταινε ασημένια στο μέτωπό του επάνω. Κάποιος ίσκιος κατέβαινε
άκρη-άκρη το μονοπάτι έχοντας από πάνω του τα φθινοπωριάτικα άστρα. Χιόνιζε,
και σκοτάδι γαλάζιο το σπίτι εγέμισε. Σάμπως τυφλού αντήχησε η σκληρή φωνή του
πατέρα που εξόρκισε τους τρόμους. Ουαί στις σκυφτές των γυναικών μορφές. Μες
στα ξυλιασμένα χέρια σάπισαν καρποί και αχρηστευτήκανε εργαλεία του περίτρομου
γένους. Λύκος ξέσκισε το πρωτογέννητο και οι αδελφές γυρέψαν καταφύγιο σε
κήπους σκοτεινούς, σε σκελετωμένους γέρους. Σκοτισμένος προφήτης έψαλε τότε
εκείνος σε κάτι γκρεμισμένες μάντρες και τη φωνή του κατεκάλυψε του Θεού ο
άνεμος. Ω, του θανάτου η ηδονή. Ω, εσείς παιδιά γένους ζοφερού. Ασημένια ιριδίζουν
τα κακά άνθη του αίματος σ’ εκείνου τους κροτάφους, η ψυχρή σελήνη στους
συντετριμμένους οφθαλμούς του. Ω, οι νυκτιπολούντες· ω, οι κατάρατοι.
Βαθύς είναι ο ύπνος,
λήθαργος, μες σε σκοτεινά δηλητήρια, γεμάτος αστέρια και με τη λευκή όψη της
μητέρας, τη λίθινη. Πικρός είναι ο θάνατος, η τροφή του υπαίτιου· στα φαιά
κλαδιά του κορμού καταστράφηκαν μορφάζοντας τα χθόνια πρόσωπα. Σιγανά όμως
τραγούδησε εκείνος στην πράσινη σκιά της κουφοξυλιάς, όταν εξύπνησε από άσχημα
όνειρα· ροδαλός άγγελος για να του γλυκοπαίξει τον πλησίασε, και αυτός,
μειλίχιο αγρίμι, κοιμήθηκε όμορφα όλη νύχτα· και της καθαρότητας είδε την
έναστρη όψη. Όταν ήρθε το καλοκαίρι, ολόχρυσα γέρνανε τα ηλιοτρόπια στον φράχτη
του κήπου. Ω, των μελισσών η φιλοπονία και της καρυδιάς το πράσινο φύλλωμα· οι
πρόσκαιρες καταιγίδες. Ασημένια άνθιζε και η παπαρούνα, η υπνοφόρος μήκων, και
μέσα σε πράσινο κέλυφος κουβάλαγε τα νυχτερινά μας έναστρα όνειρα. Ω, πόσο
γαλήνιο ήταν το σπίτι, όταν ο πατέρας εισήλθε στο σκότος. Άλικος ωρίμαζε ο
καρπός στο δέντρο, και ο κηπουρός έσειε τ’ αργασμένα του χέρια· ω, τα τρίχινα
σημεία στον ήλιο που άστραφτε. Σιγαλά εμφανίστηκε όμως του νεκρού ο ίσκιος στον
κύκλο των τεθλιμμένων του, και κρυστάλλινο ακουγόταν το βήμα του στο λιβάδι που
πρασίνιζε δίπλα στο δάσος. Αμίλητοι μαζεύτηκαν εκείνοι στο τραπέζι· πεθαίνοντας
έκοβαν με κέρινα χέρια το ψωμί, που έσταζε αίμα. Αλίμονο τα πέτρινα μάτια της
αδελφής, όταν στον δείπνο η παραφορά της απλώθηκε στο νυχτωμένο μέτωπο του αδελφού,
και στα πονεμένα χέρια μέσα της μητέρας το ψωμί έγινε πέτρα. Ω, οι σεσηπότες,
που με ασημένιες γλώσσες δεν έλεγαν την κόλαση, τη σώπαιναν όλοι. Έσβησαν τότε
οι λάμπες στην κρύα κάμαρα και μέσα από πορφυρά προσωπεία κοιτάζονταν οι
άνθρωποι οι πονεμένοι άναυδοι. Όλη νύχτα κελάρυζε η βροχή και αρδευόταν το
λιβάδι. Στο άγριο τον αγκαθότοπο ο Άραχλος πήρε τα κιτρινισμένα μονοπάτια μεσ’
απ’ τα στάχια, ακολουθώντας του κορυδαλλού το κελάηδημα και την πραότητα των
πράσινων κλαδιών, τη γαλήνη ζητώντας. Ω, χωριά εσείς και χορταριασμένα
σκαλοπάτια, ω θέα που αστραποβολείς και λάμπεις. Άκαμπτα ωστόσο σαν κόκαλα
τρέκλιζαν τα βήματα πάνω απ’ τα κοιμώμενα φίδια στις παρυφές του δάσους, και το
αφτί ακολουθεί πάντα του γύπα το κρώξιμο το μανιασμένο. Το βράδυ αυτός βρήκε
μιαν ερημία γεμάτη λιθάρια, το ξόδι κάποιου νεκρού στο σκοτεινό το σπίτι του
πατέρα. Πορφυρό σύννεφο ετύλιγε την κεφαλή του, κι έτσι αμίλητος έπεσε πάνω στο
αίμα του και στο ομοίωμά του, σε κάποια όψη φεγγαρίσια. Πέτρινος βυθίστηκε στο
κενό, όταν στον κομματιασμένο καθρέφτη πρόβαλε η αδελφή, ίδια έφηβος που
ξεψυχούσε· και η νύχτα κατασπάραξε τότε το κατάρατο γένος.
Μετάφραση: Γιώργος
Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου