Τετάρτη 20 Μαΐου 2020

ΗΛΙΑΝΟΣ



GEORG TRAKL


ΗΛΙΑΝΟΣ

Στου πνεύματος τις ώρες τις μοναχικές
ωραίο είναι να πηγαίνεις στον ήλιο περπατώντας
πλάι στου καλοκαιριού τους κίτρινους τείχους. Απόσιγα
ακούγονται τα βήματα στη χλόη· πάντα ωστόσο
του Πάνα ο γιός κοιμάται στα γκρίζα μάρμαρα επάνω.

Στην ταράτσα αποβραδίς με κρασί φαιόχρωμο μεθύσαμε.
Κοκκινωπό λάμπει το ροδάκινο ανάμεσα στα φύλλα·
σονάτα απαλή, χαρούμενο γέλιο.

Τι ωραία η σιγαλιά της νύχτας!
Σε λόγγο σκοτεινό
ανταμώνουμε βοσκούς και άσπρα αστέρια.

Όποτε φθινοπωριάζει
νηφάλια διαύγεια απλώνεται παντού στο άλσος.
Ατάραχοι βαδίζουμε δίπλα στον κόκκινο τοίχο
και τα μάτια ακολουθούν ολοστρόγγυλα των πουλιών το πέταγμα.
Τα βράδιατο λευκό νερό στις τεφροδόχους καθιζάνει.

Σε σύγκλαδα γυμνά ο ουρανός πανηγυρίζει.
Με χέρια ο αγρότης κουβαλάει καθαρά άρτο και οίνο,
οι δε καρποί σε δώμα προσηλιακό ειρηνικά ωριμάζουν.

Ω, πόσο αυστηρή είναι των προσφιλών νεκρών η όψη!
Πλην όμως η ψυχή αγάλλεται από το δίκαιό τους βλέμμα.


Κραταιά η σιωπή του ρημαγμένου κήπου
όση ώρα ο νεαρός δόκιμος ιερομόναχος
το μέτωπό του με φύλλα στεφανώνει καστανόχρωμα
και πίνει η αναπνοή του παγερό χρυσάφι.

Τα χέρια αγγίζουνε κάτι γαλαζωπών νερών τα χρόνια
ή τ’ άσπρα μάγουλα πού έχουνε τις νύχτες τις ψυχρές οι αδελφές τους.

Απόσιγος και αρμονικός κάποιος βηματισμός σε φιλικά δωμάτια –
κεί μέσα μένουνε η μοναξιά και του σφενταμιού το θρόισμα
και ίσως ακόμα εκεί να κελαηδά και η κίχλη.

Τι ωραίος ο άνθρωπος καθώς προβάλλει απ’ το σκοτάδι,
όταν κουνάει χέρια-πόδια με απορία
και όταν ήσυχα τα μάτια του σε πορφυρές σπηλιές κυλάνε.

Στον εσπερινό ο ξένος χάνεται, στη μαύρη μέσα χλαλοή του Νοεμβρίου,
κάτω από σαθρά κλαδιά, στους τοίχους πλάι της λέπρας,
εκεί όπου πήγαινε άλλοτε ο άγιος αδελφός,
βυθισμένος μες στην απαλή της παρανοίας του τη συγχορδία,

ω πόσο μόνος κι έρημος οδεύει προς το τέλος του ο άνεμος ο βραδινός!
Ψυχοραγώντας στο σκοτάδι της ελιάς ιδού πώς γέρνει η κεφαλή.


Συγκλονιστικός ο αφανισμός του γένους.
Τα μάτια εκείνου που κοιτάει γεμίζουνε την ώρα τούτη
με των αστεριών του το χρυσάφι.

Το βράδυ αχνοσβήνει μια κωδωνοκρουσία που πλέον δεν χτυπάει,
γκρεμίζονται οι μαύροι τοίχοι στην πλατεία,
ο νεκρός στρατιώτης καλεί σε προσευχή.

Άγγελος ωχρός
μπαίνει ο γιός στο άδειο πατρικό του.

Έχουν φύγει μακριά οι αδελφές,μ σε γέροντες λευκούς.
Νύχτα ο κοιμώμενος τις βρήκε στις κολόνες του σπιτιού του
από θλιβερό να επιστρέφουν προσκύνημα.

Κοκαλωμένα τα μαλλιά τους από κοπριές και λάσπες και σκουλήκια,
κι εκείνος είναι εκεί όρθιος με τ’ ασημένια πόδια του
κι αυτές μεσ’ από κάμαρες γυμνές προβάλλουν.

Ω οι ψαλμοί τους μες στη μεσονύχτια πύρινη βροχή,
όταν χτυπούσαν υπηρέτες με τσουκνίδες τα μειλίχια μάτια,
και της κουφοξυλιάς τώρα οι παιδικοί καρποί
πάνω από άδειο τάφο γεμάτοι γέρνουν απορία.

Ακύμαντα κυλούν φεγγάρια κίτρινα, κμιτρινισμένα
επάνω στα πυρέσσοντα λινά τού εφήβου
πριν του χειμώνα η σιωπή ακόμα πέσει.


Ειμαρμένη υψηλή την Κοιλάδα των Κέδρων κατερχόμενη στοχάζεται,
εκεί που ο κέδρος, δημιούργημα απαλό,
ανοίγεται κάτω απ’ τα γαλάζια φρύδια του πατέρα·
νύχτα μεσ’ απ’ το λιβάδι περνάει το κοπάδι του ο βοσκός.
Ή είναι κραυγές στον ύπνο
όταν άγγελος χάλκινος τον άνθρωπο σιμώνει στο άλσος,
και λιγοστεύει του αγίου η σάρκα σε πυρωμένη πυροσατιά επάνω.

Γύρω από τις πλιθροκαλύβες αμπέλι πορφυρό τυλίγεται,
δεμάτια στάχυα κίτρινα σφυρίζουν, τραγουδούν
των μελισσών ο βόμβος, του γερανού το πέταγμα.
Σε πετρομονοπάτια το βράδυ συναντιούνται όσοι αναστημένοι.

Λεπροί σε μαύρα καθρεφτίζονται νερά·
ή ανοίγουνε τα λασπωμένα ρούχα τους
στο βάλσαμο θρηνώντας του ανέμου που φυσάει απ’ τον κόκκινο λόφο.
Λυγερές θεραπαινίδες πάνε ψαχτά στης νύχτας τα δρομάκια
μην και τον ερωτευμένο απαντήσουνε ποιμένα.
Τα σαββατόβραδα από τις καλύβες βγαίνουν τρυφερά τραγούδια.

Το τραγούδι σας ας θυμηθεί και το αγόρι,
την παραφροσύνη του, τ’ άσπρα φρύδια του, τον πεθαμό του,
το αγόρι που εσάπισε και τα γαλαζωπά του μάτια ανοίγει.
Τι θλιβερό τούτο δω το ξαναντάμωμα!


Τα σκαλοπάτια της παράνοιας σε κάμαρες μαύρες,
των γέρων οι ίσκιοι στο άνοιγμα της πόρτας,
όταν του Ηλιανού κοιτάζεται η ψυχή στον ροδαλό καθρέφτη
και χιόνι πέφτει αλλά και λέπρα από το μέτωπό του.

Στους τοίχους έσβησαν τ’ αστέρια
και τα λευκά του φωτός τα σχήματα όλα.

Από τον τάπητα αναδύονται οστέα τεταπειπωμένα,
η σιωπή πεσμένων σταυρών στου λόφου τον τόπο,
η ηδύτης του λιβάνου μες στον άλικο της νύχτας άνεμο.

Ω εσείς μάτια τσακισμένα σε στόματα μαύρα,
όταν ο εγγονός με την ήρεμη σκότιση
έρημος στοχάζεται και μόνος το ακόμα ζοφερότερο τέλος,
και γέρνει από πάνω του ο Θεός, γαλήνιος Αυτός, τα βλέφαρά του.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου