Δευτέρα 2 Μαΐου 2022

Η ΑΠΙΣΤΗ ΣΥΖΥΓΟΣ

 


FEDERICO GARCÍA LORCA

 

Η ΑΠΙΣΤΗ ΣΥΖΥΓΟΣ

 

Στὴ Λυδία Καβρέρα καὶ στὴ μικρὴ μαυρούλα της

 

Τὴν πῆγα δίπλα στὸ ποτάμι

πιστεύοντας πὼς εἶν᾽ παρθένα.

Μὰ ἐκείνη ἦταν παντρεμένη.

Τ᾽ ἁι-Γιάκωβου ἦταν κείνη ἡ νύχτα

ποὺ κλείσαμε ν᾽ ἀνταμωθοῦμε.

Ἦταν σβησμένα τὰ φανάρια,

κι εἶχαν ἀνάψει τὰ τριζόνια.

Κι ἐκεῖ στὴν τελευταία μάντρα,

τὰ κοιμισμένα της βυζάκια

σὰν τά ᾽πιασα ἄνοιξαν ἀμέσως

λὲς κι ἦταν γιασεμιῶν κλωνάρια.

Ἡ κόλλα τοῦ μεσοφοριοῦ της

στ᾽ ἀφτί μου τρίκι-τράκα κάνει

σὰν ὅπως σκίζεται μετάξι

ποὺ δέκα τὸ τρυποῦν μαχαίρια.

Δὲν εἶχε φῶς στὴ φυλλωσιά τους

κι ἂς ἤτανε ψηλὰ τὰ δέντρα·

κι ὁ ὁρίζοντας μὲ τὰ σκυλάκια

μακριὰ ἀλύχταε ἀπ᾽ τὸ ποτάμι.

 

Καὶ σκαπετήσαμε τὰ βάτα·

τὰ βοῦρλα κι οἱ ἀφάνες πίσω

ἐμεῖναν· ὁ βαρύς της κότσος

μιὰ γούβα μὲς στὴ λάσπη ἀνοίγει.

Καὶ τότε βγάζω τὴ γραβάτα·

κι ἐκείνη βγάζει τὸ φουστάνι·

τὴ ζώνη βγάζω, τὸ ρεβόλβερ·

κι ἐκείνη τέσσερα ζιπούνια.

Πὲς νάρδοι, πὲς καὶ σαλιγκάρια:

πιὸ τρυφερὸ δὲν ἔχουν δέρμα·

τὰ κρούσταλλα μὲ τὸ φεγγάρι

λιγότερο ἀπὸ κείνη ἀστράφτουν.

Μοῦ γλίστραγαν οἱ ὡραῖοι μηροί της

σὰν νά ᾽τανε σκιαγμένα ψάρια·

μισὸ γιατὶ στὸ φῶς κολύμπααν,

μισὸ γιατὶ τὴν ψύχρα λέγαν.

Νὰ τρέχω μ᾽ εἶχε δεῖ ἡ νύχτα

στὸ πιὸ στρωτὸ ἀπ᾽ τὰ μονοπάτια

μὲ σεντεφένια πουλαρίτσα

χωρὶς πατῆτρες, δίχως γκέμια.

Δὲν θέλω νὰ σᾶς πῶ —ἄντρας εἶμαι—

τὰ πράγματα ποὺ ἐκείνη μοῦ ᾽πε.

Τὸ φῶς τῆς κρίσης καὶ τοῦ νοῦ μου

μοῦ λένε μετρημένος νά ᾽μαι.

Μὲ στίγματα φιλιῶν καὶ μὲ ἄμμους

σηκώθηκα ἀπὸ τὸ ποτάμι.

Σταυρώνανε μὲς στ᾽ ἀεράκι

οἱ κρίνοι γύρω τὰ σπαθιά τους.

 

Τῆς φέρθηκα σὰν ὅ,τι ἐγὼ εἶμαι:

σὰν ἔντιμος σωστὸς τσιγγάνος.

Τῆς χάρισα μιὰ θήκη πού ᾽χε

γιὰ τὶς μοδίστρες κουβαρίστρες,

καὶ δὲν τῆς πούλησα ἐρώτους,

γιατί ᾽ταν ἤδη παντρεμένη,

κι ἂς καμωνόταν τὴν παρθένα,

ὅταν τὴν πῆγα στὸ ποτάμι.

 

Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου