Τρίτη 19 Δεκεμβρίου 2017

ΤΟΥ ΒΑΡΟΥ Η ΓΚΟΜΕΝΑ




CATULLUS


[ΤΟΥ ΒΑΡΟΥ Η ΓΚΟΜΕΝΑ]

Στης γκόμενάς του ο κολλητός μου ο Βάρος χτες με πήρε
που μ’ είδε να χαζολογάω ανέγνοιαγος στο φόρουμ.
Αμέσως σαν την έκοψα «Ωραίο», είπα, «το τσουλάκι:
μαργιόλικο και πεταχτό – και με πιασιματάκια».
Την πάρλα επιάσαμε περί ανέμων και υδάτων
(ετούτο, εκείνο, τ’ άλλο) κι ήρθε μια στιγμή η κουβέντα
στα νέα από τη Βιθυνία: τα πράγματα πώς είχαν;
πώς πήγαμε; τί κάναμε; τσεπώσαμε φραγκάκια;
Απάντησα χωρίς περιστροφές, την πάσα αλήθεια:
«Μαζί άρχοντες –τό καραπουτσαριό!– και φανταράκια
μυρωδικά εκουβάλησαν στη Ρώμη και πουλάνε»,
τους είπα· και πως είχαν πραίτορα ένανε γαμιόλη
που τσακιστή δεν έδινε για τον στρατό δεκάρα.
«Αλλά», μετά μου λένε, «σύμφωνα με τα συνήθια
του τόπου εκείνου εσύ όλο και στο φορητό σου ράντζο
καμπόσους ντόπιους θά ’ζεψες». Στο γυναικάκι μούρη
εγώ πουλώντας, προσποιήθηκα τον τυχεράκια:
«Δεν πήγαν –να το πω– τόσο άσχημα τα πράγματα… κι αν
το μαύρο της είχε το χάλι εκείνη η επαρχία,
οκτώ βαστάζους κορδωμένους, ε, όσο νά ’ναι βρήκα» –
ασχέτως, βέβαια, του αν εγώ ποτέ και πουθενά μου
ούτ’ ένανε δεν είχα λεκτικάριο να σηκώσει,
να ζαλωθεί στους ώμους του το παλιοκρέβατό μου.
Με νάζι τότε η μπέμπα πουτανίστικο μού λέει:
«Βρε, Κάτουλλέ μου, πληζ, αχ να χαρείς, μου τους δανείζεις
λιγάκι που τους θέλω, στο Σεράπειο να κατέβω;…»
«Για μια στιγμή, επ!», της απαντάω κόβοντάς την· «στάσου!
Αυτό που μόλις είπα πως δικοί μου οι άντρες είναι,
μου ξέφυγε – δεν είναι, όχι! Είναι όλοι του καλού μου
Γαΐου Κίννα, του πιστού μου φίλου… – αυτός τους έχει!
Μα τί δικοί του, τί δικοί μου; – το ίδιο πράμα κάνει!
Τους χρησιμοποιώ κι εγώ σα νά ’ν’ ολοδικοί μου.
Του λόγου σου, όμως, είσαι κότα, βλίτο και ταγάρι,
και δε σκαμπάζεις γρυ από καλαμπούρια και πλακίτσα».



  Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου