Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017

Η ΚΛΩΣΤΡΑ




PAUL VALÉRY 


Η ΚΛΩΣΤΡΑ

                Lilia neque nent

Όπως καθόταν στο γλαυκό του παραθύρου η κλώστρα,
όπου απαλά λικνίζεται ο μελωδικός ο κήπος,
το αρχαίο ροδάνι που ροχθεί τη μέθυσε ελαφρά.

Αφού ήπιε εκείνη το γλαυκό, κι απαύδησε να κλώθει,
την πράα την κόμη που γλιστρά στ’ άτονα δάχτυλά της,
ρεμβάζει τώρα, κι η μικρή της γέρνει κεφαλή…

Ένα δεντρί κι ο καθαρός αέρας μια κρήνη κάνουν,
που, απ’ την ημέρα κρεμασμένη, ηδονική ποτίζει
με των ανθών της τη φθορά της άνεργης τον κήπο.

Ένα κλωνάρι, όπου ο άνεμος ο πλάνης αναπαύεται,
λυγά το χαίρε το άσκοπο της αστρικής του χάρης,
το ρόδο που αφιερώνοντας, λαμπρό, στο αρχαίο ροδάνι.

Μα ένα μαλλί ξεχωριστό κλώθει η φιλόυπνη κόρη·
μυστηριακά η αβρή σκιά στο νήμα των μακρών,
δακτύλων της, που υπνώνουνε, υφαίνεται, κλωσμένη.

Τ’ όνειρο ξετυλίγεται με αγγελική νωχέλεια,
κι άπαυτα η ευκολόπιστη, στο πράο το αδράχτι επάνω,
η κόμη κυματώνεται στο χάδι υποταγμένη.

Νεκρή είσαι τώρα απλοϊκή στου δειλινού την άκρη,
κλώστρα από φύλλα κι από φως παντούθε εσύ ζωσμένη.
Θνήσκει ο ουρανός ο πράσινος. Το ύστατο δέντρο καίγεται.

Το μέγα ρόδο, η αδελφή σου, όπου μειδιά μια αγία,
το φευγαλέο σου μέτωπο με την αθώα μυρώνει
πνοή του, κι αισθάνεται ότι σβείς. Είσαι σβησμένη τώρα

στου παραθύρου το γλαυκό όπου έκλωθες το μαλλί.



Μετάφραση: Καίσαρ Εμμανουήλ.
Από το βιβλίο: Καίσαρ Εμμανουήλ, «Μεταφράσεις», Πρόσπερος, Αθήνα 1981, σ. 35.


****************************


LA FILEUSE

                Lilia … neque nent

Assise, la fileuse au bleu de la croisée
Où le jardin mélodieux se dodeline ;
Le rouet ancien qui ronfle l’a grisée.

Lasse, ayant bu l’azur, de filer la câline
Chevelure, à ses doigts si faibles évasive,
Elle songe, et sa tête petite s’incline.

Un arbuste et l’air pur font une source vive
Qui, suspendue au jour, délicieuse arrose
De ses pertes de fleurs le jardin de l’oisive.

Une tige, où le vent vagabond se repose,
Courbe le salut vain de sa grâce étoilée,
Dédiant magnifique, au vieux rouet, sa rose.

Mais la dormeuse file une laine isolée ;
Mystérieusement l’ombre frêle se tresse
Au fil de ses doigts longs et qui dorment, filée.

Le songe se dévide avec une paresse
Angélique, et sans cesse, au doux fuseau crédule,
La chevelure ondule au gré de la caresse...

Derrière tant de fleurs, l’azur se dissimule,
Fileuse de feuillage et de lumière ceinte :
Tout le ciel vert se meurt. Le dernier arbre brûle.

Ta sœur, la grande rose où sourit une sainte,
Parfume ton front vague au vent de son haleine
Innocente, et tu crois languir... Tu es éteinte

Au bleu de la croisée où tu filais la laine.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου