ΣΤΗΝ
ΚΑΛΑΜΑΤΑ
Στην
ιστορική εφημερίδα της Καλαμάτας «Θάρρος» δημοσιεύθηκε από την κ. Χριστίνα
Ελευθεράκη στις 10.12.2017 παρουσίαση του σεμιναρίου για τη μετάφραση, στο
οποίο συμμετείχα μαζί με άλλους συναδέλφους. Δημοσιεύθηκαν επίσης δύο συνεντεύξεις: του συναδέλφου Γιάννη Καζάζη και δική μου.
Με τον …γόνιμο αγώνα της μετάφρασης έκλεισε ιδανικά ο 3ος κύκλος
Με ιδανικό τρόπο και δικαιολογημένη ικανοποίηση έκλεισε ο 3ος Κύκλος των Ανοικτών Σεμιναρίων που διοργάνωσε το Εργαστήριο Αρχαίας Ρητορικής και Δραματικής Τέχνης του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, με τίτλο «Διαδρομές στην Ελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία» και τελευταίο φετινό θέμα συζήτησης και προβληματισμού, προχθές το απόγευμα στο αμφιθέατρο «Ν. Πολίτης», τον …γόνιμο, όπως επιβεβαιώθηκε, αγώνα της μετάφρασης, παρουσία κορυφαίων και πάλι ομιλητών.
Ο διευθυντής του Εργαστηρίου Ανδρέας Μαρκαντωνάτος, μιλώντας στο «Θ», έδωσε μια ολοκληρωμένη εικόνα περί τίνος πρόκειται…
«Είμαι στην ευχάριστη θέση να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου και να εξάρω την συνεισφορά όλων των ομιλητών, οι οποίοι είναι όλοι εξαίρετοι. Αυτό το οποίο γίνεται στο πλαίσιο των ανοικτών διαλέξεων και σεμιναρίων είναι πάρα πολύ σημαντικό, διότι έχουμε να κάνουμε με ένα τμήμα το οποίο βρίσκεται στα άκρα της επικράτειας, στην Καλαμάτα. Δεν μπορούμε να πάμε στην Αθήνα ή στα κεντρικά ή περιφερειακά Πανεπιστήμια, κι έτσι η προσπάθειά μας είναι να εκθέσουμε τους φοιτητές μας σε έναν λόγο υψηλό, καλλιεργημένο και ταυτόχρονα να τους βοηθήσουμε να γνωρίσουν ανθρώπους, οι οποίοι έχουν διακριθεί και είναι αναγνωρισμένοι στο χώρο του πνεύματος .
Τα ανοικτά πανεπιστημιακά σεμινάρια δεν είναι σημερινό φαινόμενο, αφού έχουμε αρχίσει τα τελευταία 3-4 χρόνια. Υπάρχει μια κλιμάκωση και θεωρώ ότι φέτος έχουμε φτάσει σε μία κορύφωση. Έχουμε ξεκινήσει τον Οκτώβριο με εξαίρετους ομιλητές, όπως τον κ. Βλαβιανό και τον κ. Μπαμπινιώτη τον προηγούμενο μήνα και είχαμε πάρα πολύ μεγάλη συμμετοχή του κόσμου. Η απήχηση ήταν τεράστια και θεωρώ ότι κέρδισε και το Πανεπιστήμιο και η τοπική κοινωνία και απώτερος στόχος των ανοικτών σεμιναρίων δεν είναι μόνο να επιμορφώσουμε τους φοιτητές μας, αλλά και ταυτόχρονα να ενισχύσουμε την εξωστρέφεια και του τμήματος και της σχολής. Νομίζω ότι πετύχαμε και τα προηγούμενα χρόνια και κατά μείζονα τρόπο φέτος. Πρέπει να είμαστε και να νοιώθουμε υπερήφανοι που η προσπάθειά μας έφτασε στο απώγειό της.
Θεωρώ ότι με την ημερίδα για τη μετάφραση και με τη συμμετοχή ανθρώπων διακεκριμένων –εγώ τουλάχιστον τους θαυμάζω και νοιώθω δέος που είναι στο γραφείο μου και ο κ. Καζάζης και ο κ. Κεντρωτής- πραγματικά συμβάλλουμε θετικά και στην ενίσχυση και της πνευματικής ζωής, όχι μόνο της σχολής και του τμήματος, αλλά και ευρύτερα της Καλαμάτας.
Αυτό το οποίο θέλω να τονίσω και μου έχει κάνει μεγάλη εντύπωση είναι ότι η Καλαμάτα ως πόλη έχει μια ιδιαίτερη, αξιοσημείωτη και αξιοπρόσεκτη πνευματική ζωή. Και σε αυτό θέλω να συνεισφέρω κι εγώ ως διευθυντής του εργαστηρίου, αλλά και οι συνεργάτες μου» τόνισε ο κ. Μαρκαντωνάτος, προαναγγέλλοντας παράλληλα τον 4ο κύκλο:
«Η συνταγή είναι επιτυχημένη και του χρόνου έχουμε την πρόθεση να προσκαλέσουμε αναγνωρισμένους και διακεκριμένους ομιλητές και να συγκροτήσουμε έναν κύκλο διαλέξεων που θα είναι ισάξιος με τον φετινό. Τα αντικείμενα θα κυμανθούν πάλι αναφορικά με θέματα γλώσσας και πολιτισμού, γιατί σε αυτό πρέπει να επικεντρωθούμε και βλέπω ότι η τοπική κοινωνία ανταποκρίνεται σε αυτό, υπάρχει μια δίψα και πρέπει να ικανοποιηθεί».
«Αγώνας άγονος; Μεταφράζοντας το πρωτότυπο – αρχαία και νεώτερη λογοτεχνία»
«Αγώνας άγονος; Μεταφράζοντας το πρωτότυπο – αρχαία και νεώτερη λογοτεχνία» ήταν ο ακριβής τίτλος του προχθεσινού καταληκτικού συμποσίου, το οποίο παρακολούθησε με μεγάλο ενδιαφέρον και προσήλωση πλήθος φοιτητών και κοινού. Η αναπληρώτρια διευθύντρια του Εργαστηρίου Αρχαίας Ρητορικής και Δραματικής Τέχνης του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Ελένη Βολονάκη, προλόγισε την εκδήλωση και παρουσίασε τους διακεκριμένους ομιλητές, ενώ διάβασε και την παρέμβαση «Η μετάφραση και η κριτική της» της γνωστής κριτικού, μεταφράστριας και συγγραφέα, Κατερίνας Σχινά, η οποία δεν παρέστη, λόγω ασθένειας.
Το υπόλοιπο πρόγραμμα και οι ομιλητές που κράτησαν αμείωτο το ενδιαφέρον του κοινού για περίπου 3 ώρες είχε ως εξής:
Ανδρέας Μαρκαντωνάτος, καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας, διευθυντής Εργαστηρίου Αρχαίας Ρητορικής και Δραματικής Τέχνης, Τμήμα Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, «Η Μετάφραση της Αρχαίας και Νεότερης Λογοτεχνίας. Κάποιες Εισαγωγικές Παρατηρήσεις».
Ιωάννης Καζάζης, ομότιμος καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης - πρόεδρος, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, «Η συμβολή της μετάφρασης διαφόρων γλωσσών προς τα νέα ελληνικά και η διαμόρφωση του μακροπερίοδου λόγου της νέας ελληνικής γλώσσας».
Γιώργος Κεντρωτής, λογοτέχνης, μεταφραστής και καθηγητής της Θεωρίας της Μετάφρασης, Τμήμα Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας, Ιόνιο Πανεπιστήμιο, κοσμήτωρ της Σχολής Ιστορίας, Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου, «Η μετάφραση ως θεαιτήτεια "συνοχή λόγου" και "συμπλοκή ονομάτων"».
Αθανάσιος Ευσταθίου, καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας και Γραμματείας, Τμήμα Ιστορίας, Ιόνιο Πανεπιστήμιο, διευθυντής Εργαστηρίου Μελέτης του αρχαίου κόσμου, «Η μετάφραση του αρχαίου ελληνικού πεζού λόγου: ρητορικά και πολιτικά κείμενα».
Μαρία Τσαγκαράκη, φιλόλογος – πρόεδρος του Συνδέσμου Φιλολόγων Μεσσηνίας, «Τα μεταφρασμένα κείμενα στη σχολική τάξη».
Κοινός τόπος όλων των ομιλητών είναι ότι η διαδικασία της μετάφρασης υπήρξε ανέκαθεν μία γέφυρα πολιτισμών αφού έργα τα οποία θα ήταν για πάντα απρόσιτα σε ομιλητές μίας γλώσσας καθώς είναι γραμμένα σε μία άλλη, εν πολλοίς άγνωστη, κατέστησαν οικεία. Παρ’ ότι οι μεταφράσεις δεν είναι πάντοτε καλές, η οικείωση έργων παγκοσμίως και διαχρονικώς είναι αδύνατη χωρίς τη διαμεσολάβηση του μεταφραστή.
Μάλιστα η μεταφραστική διαδικασία, πέραν του ότι έφερε σε επαφή λαούς και πολιτισμούς, οδήγησε ακόμη και στη δημιουργία ή, πολύ περισσότερο, στην εξέλιξη γλωσσών! Παρόλα αυτά, το λειτούργημα του μεταφραστή δεν έχει ακόμα αναγνωριστεί ως τέτοιο, όπως άλλωστε και η προσφορά του.
Όσο για τον ορισμό της μετάφρασης, το «τέχνη και επιστήμη» που ανέφερε ο κ. Μαρκαντωνάτος, δίνει έναν καλό προσδιορισμό, με τον κ. Κεντρωτή όμως να κάνει λόγο, στην απολαυστική ομιλία του, για …158 διαφορετικούς ορισμούς...
Η τελευταία προχθεσινή συνάντηση του 3ου κύκλου των ανοικτών
σεμιναρίων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου έδωσε την ευκαιρία για μια
επιμέρους …διάλεξη περί μετάφρασης, μάλλον, παρά συνέντευξη,
αποκλειστικά για το «Θ» από τον Γιώργο Κεντρωτή, λογοτέχνη, μεταφραστή,
και κοσμήτορα της Σχολής Ιστορίας, Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου
Πανεπιστημίου Κέρκυρας. Επίσης, για το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας και την
πολύτιμη δουλειά που γίνεται εκεί μας μίλησε ο διευθυντής του, Γιάννης
Καζάζης, ομότιμος καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, σε ρεπορτάζ που θα δημοσιευθεί προσεχώς.
Αμφότεροι απάντησαν στην ερώτηση για την ποιότητα του δυναμικού και της δουλειάς που γίνεται στα Πανεπιστήμια.
Για τον κ. Κεντρωτή η μετάφραση είναι «σε δεύτερο βαθμό γλώσσα. Γλώσσα γλώσσας… Και βεβαίως εξαρτάται από το μεταφράζον υποκείμενο, το οποίο είναι ένα διπλό ομιλούν υποκείμενο. Ομιλεί δύο γλώσσες και μεταφράζει προς μια».
Ο ίδιος έχει τεράστιο μεταφραστικό έργο να επιδείξει, με προτίμηση στην ποίηση, και σε αυτό το γοητευτικό και ατέρμον ταξίδι, υπάρχουν βέβαια πολλές δυσκολίες και προκλήσεις:
«Όλοι οι άνθρωποι είναι μεταφραστές, όπως όλοι οι άνθρωποι είναι ζωγράφοι, όλοι οι άνθρωποι είναι τραγουδιστές, μπορούν να τραγουδήσουν, να ζωγραφίσουν και να μεταφράσουν. Είναι καθολικό του λόγου η μετάφραση. Για να μεταφράσεις παραδεκτά πρέπει να ξέρεις πιο καλά τη γλώσσα στην οποία μεταφράζεις από τη γλώσσα από την οποία μεταφράζεις.
Τώρα τι θα πει ξέρω μια γλώσσα, τόμοι έχουν γραφεί, δεν μπορεί να ξεφύγει από το μεταφράζον υποκείμενο. Όπως έναν καλό λόγο τον κάνει το ομιλούν υποκείμενο και του δίνει το χαρακτήρα του λόγου, και την καλή μετάφραση την κάνει ένα υποκείμενο που δεν μπορεί να ξεφύγει από τον εαυτό του. Αν προσπαθήσει να ξεφύγει από τον εαυτό του θα κάνει κάτι άλλο, κάτι που θα μοιάζει με κάτι άλλο. Εκτός αν θέλει να κάνει μίμηση… Αν όμως θέλεις να είσαι καλός μεταφραστής θα πρέπει να ξέρεις να μεταφράζεις αυτό που εσύ προσλαμβάνεις δια του εαυτού σου, αλλιώς δεν έχει νόημα.
Πρέπει λοιπόν να έχεις εμπιστοσύνη στη γλωσσική σου κατάρτιση, αλλά όχι να είσαι αναπαυμένος «εγώ τα ξέρω όλα». Πάντοτε υπάρχουν περιθώρια να μάθεις πράγματα μέσα από την μετάφραση, όπως πάντοτε υπάρχει τρόπος να μάθεις διάφορα πράγματα μελετώντας τον λόγο και στην συγχρονία του και στη διαχρονία του. Μην παραμελούμε τη διαχρονία, η οποία δεν είναι συμπλήρωμα. Και σε αυτό μας βοηθάει μια πολύ μεγάλη διάνοια, ο Διονύσιος Σολωμός, ο οποίος έλεγε προκειμένου να κατανοήσεις τα πράγματα και να μιλήσεις τη σύγχρονη γλώσσα πρέπει απαραιτήτως να στηρίζεσαι και στο παρελθόν για να μπορέσεις έτσι τις λόγιες αποτυπώσεις που θέλεις να διατηρήσεις να τις φέρεις στο γλωσσικό προσκήνιο.
Πρέπει λοιπόν ο μεταφραστής προκειμένου να υπερβεί τις οπωσδήποτε υπάρχουσες δυσκολίες να κυριαρχεί, να ηγεμονεύει πάνω στη γλώσσα του. Και δεν μπορεί να είναι μόνο συγχρονική η μετάφραση, αλλά πρέπει να είναι και διαχρονική και να μην είναι και ξενοφοβική, δηλαδή αν χρειαστεί να προστρέξει σε έναν ξενικό όρο, να το κάνει, να τον εισαγάγει. Είναι τόσο σημαντικές για εμάς όσο είναι οι ελληνικές για εκείνους που τις έχουν δανειστεί.
Γνώμη μου είναι αυτή: ο μεταφραστής οφείλει να πειθαρχεί τον εαυτό του, αλλά και να τον αφήνει ανοικτό, να μαθαίνει, να διδάσκει και να διδάσκεται».
Για το αν είναι επιβεβλημένη η εξειδίκευση στη μετάφραση ο κ. Κεντρωτής λέει:
«Δεν είναι όλες οι μεταφράσεις το ίδιο. Άλλο η λογοτεχνική μετάφραση, άλλο όλες οι άλλες μεταφράσεις, τεχνικών, νομικών, πολιτικών κειμένων, γενικών, δημοσιογραφικών κειμένων και τρίτη κατηγορία υπαρκτή και σοβαρή οι ηλεκτρονικές, μηχανικές μεταφράσεις. Είναι τρεις διαφορετικές κατηγορίες. Έχουν μια κοινή μεταφραστική υποδομή, αλλά στην υπερδομή τους διαφέρουν. Γι’ αυτό ο καθένας αν επιλέξει να κάνει λογοτεχνική μετάφραση πρέπει να έχει μια ποιητική στόφα, ο άλλος που κάνει νομικές ή πολιτικές ή ιατρικές μεταφράσεις δεν μπορεί να αγνοεί τις επιμέρους επιστήμες. Ο δε τρίτος να μην αρκείται να πατάει το «ender» για να του βγάζει το google translate το μετάφρασμα, πρέπει να έχει και μια αναδομητική έμπνευση, να μπορεί να το κάνει ανθρώπειο, για να διαβάζεται.
Λοιπόν, εγώ θα συμβούλευα τον καθένα που θέλει να ασχοληθεί με τη μετάφραση, να δει την όρεξη της καρδιάς του, τι τον τραβάει. Η λογοτεχνική μετάφραση είναι δύσκολη. Όχι ότι οι άλλες είναι εύκολες. Έχουν τη δυσκολία ότι είναι αυστηρές, ενώ η λογοτεχνική είναι πιο ελεύθερη, αλλά και πιο πλατιά».
Στην ερώτηση για το αν ο μεταφραστής πρέπει να είναι παρεμβατικός ο κ. Κεντρωτής είναι ξεκάθαρος:
«Αυτό νομίζω έχει λυθεί πια. Είναι παρεμβατικός ο μεταφραστής. Το άλλο δεν γίνεται, είναι ξεπέταγμα. Δεν είναι κακό να επεμβαίνει ο μεταφραστής γιατί κάποια πράγματα πρέπει να λεχθούν με κάποιο τρόπο, αλλιώς είναι ακατανόητα. Θα έλεγα ότι έχει χρέος να παρεμβαίνει και να αφήνει το αποτύπωμά του, γιατί αυτό δίνει το δικαίωμα και σε άλλους να κάνουν το ίδιο. Δεν απαγορεύεται, ένα έργο, π.χ. τον Άμλετ του Σαίξπηρ, να τον μεταφράσουν δέκα διαφορετικοί άνθρωποι, και όχι σε διαφορετικές εποχές, την ίδια εποχή».
«Κλασικό» και το ερώτημα για το αν ένα μεταφρασμένο κείμενο είναι τελικά ένα καινούργιο κείμενο, με «κάθετη» κι εδώ την απάντηση του Λάκωνα καθηγητή:
«Αυτό είναι desideratum, δηλαδή μακάρι να ήταν. Πρέπει να είναι, αν και δεν το πετυχαίνουμε πάντοτε. Για παράδειγμα, το έργο του Σκαρίμπα «Το Βατερλώ δύο γελοίων» δεν μπορεί να μεταφραστεί στα αγγλικά, διότι το Βατερλώ στα Αγγλικά είναι η μεγάλη νίκη, ενώ στα ελληνικά και στα γαλλικά απ’ όπου το πήραμε σημαίνει μεγάλη ήττα!».
Γιάννης Καζάζης: Η συνθετική ματιά, η μεγαλύτερη δύναμη των ανθρωπιστικών επιστημών
Την εξαντλητική εξειδίκευση και την τάση προκρούστειας αποτίμησης σε όρους οικονομικής ή απτής ωφελιμότητας θεωρεί ως το μεγαλύτερο πρόβλημα που υπάρχει στην Ελλάδα στις ανθρωπιστικές επιστήμες ο καθηγητής, Γιάννης Καζάζης:
«Για τους διδάσκοντες τουλάχιστον ο τύπος του ουμανιστή, ο οποίος ενέπνεε τις παλαιότερες γενιές, δηλαδή, το έργο μας να επεμβαίνει στη ζωή, κάνοντάς τη πιο ανθρώπινη, έχει υποκατασταθεί και υποκαθίσταται ολοένα και περισσότερο από τον τύπο του φιλολόγου, ο οποίος είναι πάρα πολύ εξειδικευμένος και στενός επιστήμονας και ο οποίος αδιαφορεί για το ανθρωπιστικό απόβαρο που μπορεί να έχει η δουλειά του η ίδια. Υπάρχουν έργα λαμπρά, τα οποία ούτε οι ίδιοι οι συγγραφείς τους δεν τα διαβάζουν ύστερα από λίγο. Είναι πάρα πολύ εξειδικευμένα, έχουν μεγάλη σοφία, φτιάχνουν έναν αξιοθαύμαστο ναό μπροστά στα μάτια μας, αλλά τίποτα από αυτό δεν περνάει στο σχολείο, επομένως τίποτα δεν γίνεται κτήμα των μαθητών και τίποτα από αυτό δεν περνάει στην κοινωνία.
Το κύριο μέλημά μας μέσα από την εξειδικευμένη δουλειά μας είναι να συλλαμβάνουμε και να συνθέτουμε και αυτό το έχουμε αφήσει. Αυτή είναι η διαφορά των παλαιότερων γενεών της φιλολογίας με τις νεότερες.
Όσο για τους φοιτητές έχω την εντύπωση όπως τους διδάξουμε, έτσι θα συμπεριφερθούν. Και το λέω αυτό χωρίς να υποτιμώ τους άλλους κοινωνικούς παράγοντες, την κυριαρχία της εικόνας και τον παραμερισμό του λόγου π.χ., την κυριαρχία της μουσικής. Μπορεί η μουσική να καταλαμβάνει τις μάζες, μπορεί η εικόνα να μαγνητίζει πολύ περισσότερο από το λόγο, ο οποίος για να εκλυθεί χρειάζεται και μια νοητική επεξεργασία τις περισσότερες φορές και πολλοί είναι νωθροί.
Και με αυτούς όλους τους περιορισμούς η δουλειά που γίνεται στο Πανεπιστήμιο στις Ανθρωπιστικές Επιστήμες οφείλει να παράγει έναν καινούργιο τύπου φοιτητού, ο οποίος να συνδυάζει ό,τι καλύτερο από την παράδοση, με ό,τι νεωτερικότερο φέρνει η εποχή. Δεν θα έλεγα ότι οι φοιτητές είναι καλύτεροι ή χειρότεροι, το μείγμα θα ήθελα να το δω πιο οργανικά δομημένο μέσα στα Πανεπιστήμια κι εκεί η δουλειά η δική μας μέχρι αυτοθυσίας είναι που κάνει τη διαφορά».
Κεντρωτής: Προσπαθούμε να πείσουμε για την χρησιμότητά μας
Στο ίδιο μήκος κύματος ο κ. Κεντρωτής συμπληρώνει:
Αμφότεροι απάντησαν στην ερώτηση για την ποιότητα του δυναμικού και της δουλειάς που γίνεται στα Πανεπιστήμια.
Για τον κ. Κεντρωτή η μετάφραση είναι «σε δεύτερο βαθμό γλώσσα. Γλώσσα γλώσσας… Και βεβαίως εξαρτάται από το μεταφράζον υποκείμενο, το οποίο είναι ένα διπλό ομιλούν υποκείμενο. Ομιλεί δύο γλώσσες και μεταφράζει προς μια».
Ο ίδιος έχει τεράστιο μεταφραστικό έργο να επιδείξει, με προτίμηση στην ποίηση, και σε αυτό το γοητευτικό και ατέρμον ταξίδι, υπάρχουν βέβαια πολλές δυσκολίες και προκλήσεις:
«Όλοι οι άνθρωποι είναι μεταφραστές, όπως όλοι οι άνθρωποι είναι ζωγράφοι, όλοι οι άνθρωποι είναι τραγουδιστές, μπορούν να τραγουδήσουν, να ζωγραφίσουν και να μεταφράσουν. Είναι καθολικό του λόγου η μετάφραση. Για να μεταφράσεις παραδεκτά πρέπει να ξέρεις πιο καλά τη γλώσσα στην οποία μεταφράζεις από τη γλώσσα από την οποία μεταφράζεις.
Τώρα τι θα πει ξέρω μια γλώσσα, τόμοι έχουν γραφεί, δεν μπορεί να ξεφύγει από το μεταφράζον υποκείμενο. Όπως έναν καλό λόγο τον κάνει το ομιλούν υποκείμενο και του δίνει το χαρακτήρα του λόγου, και την καλή μετάφραση την κάνει ένα υποκείμενο που δεν μπορεί να ξεφύγει από τον εαυτό του. Αν προσπαθήσει να ξεφύγει από τον εαυτό του θα κάνει κάτι άλλο, κάτι που θα μοιάζει με κάτι άλλο. Εκτός αν θέλει να κάνει μίμηση… Αν όμως θέλεις να είσαι καλός μεταφραστής θα πρέπει να ξέρεις να μεταφράζεις αυτό που εσύ προσλαμβάνεις δια του εαυτού σου, αλλιώς δεν έχει νόημα.
Πρέπει λοιπόν να έχεις εμπιστοσύνη στη γλωσσική σου κατάρτιση, αλλά όχι να είσαι αναπαυμένος «εγώ τα ξέρω όλα». Πάντοτε υπάρχουν περιθώρια να μάθεις πράγματα μέσα από την μετάφραση, όπως πάντοτε υπάρχει τρόπος να μάθεις διάφορα πράγματα μελετώντας τον λόγο και στην συγχρονία του και στη διαχρονία του. Μην παραμελούμε τη διαχρονία, η οποία δεν είναι συμπλήρωμα. Και σε αυτό μας βοηθάει μια πολύ μεγάλη διάνοια, ο Διονύσιος Σολωμός, ο οποίος έλεγε προκειμένου να κατανοήσεις τα πράγματα και να μιλήσεις τη σύγχρονη γλώσσα πρέπει απαραιτήτως να στηρίζεσαι και στο παρελθόν για να μπορέσεις έτσι τις λόγιες αποτυπώσεις που θέλεις να διατηρήσεις να τις φέρεις στο γλωσσικό προσκήνιο.
Πρέπει λοιπόν ο μεταφραστής προκειμένου να υπερβεί τις οπωσδήποτε υπάρχουσες δυσκολίες να κυριαρχεί, να ηγεμονεύει πάνω στη γλώσσα του. Και δεν μπορεί να είναι μόνο συγχρονική η μετάφραση, αλλά πρέπει να είναι και διαχρονική και να μην είναι και ξενοφοβική, δηλαδή αν χρειαστεί να προστρέξει σε έναν ξενικό όρο, να το κάνει, να τον εισαγάγει. Είναι τόσο σημαντικές για εμάς όσο είναι οι ελληνικές για εκείνους που τις έχουν δανειστεί.
Γνώμη μου είναι αυτή: ο μεταφραστής οφείλει να πειθαρχεί τον εαυτό του, αλλά και να τον αφήνει ανοικτό, να μαθαίνει, να διδάσκει και να διδάσκεται».
Για το αν είναι επιβεβλημένη η εξειδίκευση στη μετάφραση ο κ. Κεντρωτής λέει:
«Δεν είναι όλες οι μεταφράσεις το ίδιο. Άλλο η λογοτεχνική μετάφραση, άλλο όλες οι άλλες μεταφράσεις, τεχνικών, νομικών, πολιτικών κειμένων, γενικών, δημοσιογραφικών κειμένων και τρίτη κατηγορία υπαρκτή και σοβαρή οι ηλεκτρονικές, μηχανικές μεταφράσεις. Είναι τρεις διαφορετικές κατηγορίες. Έχουν μια κοινή μεταφραστική υποδομή, αλλά στην υπερδομή τους διαφέρουν. Γι’ αυτό ο καθένας αν επιλέξει να κάνει λογοτεχνική μετάφραση πρέπει να έχει μια ποιητική στόφα, ο άλλος που κάνει νομικές ή πολιτικές ή ιατρικές μεταφράσεις δεν μπορεί να αγνοεί τις επιμέρους επιστήμες. Ο δε τρίτος να μην αρκείται να πατάει το «ender» για να του βγάζει το google translate το μετάφρασμα, πρέπει να έχει και μια αναδομητική έμπνευση, να μπορεί να το κάνει ανθρώπειο, για να διαβάζεται.
Λοιπόν, εγώ θα συμβούλευα τον καθένα που θέλει να ασχοληθεί με τη μετάφραση, να δει την όρεξη της καρδιάς του, τι τον τραβάει. Η λογοτεχνική μετάφραση είναι δύσκολη. Όχι ότι οι άλλες είναι εύκολες. Έχουν τη δυσκολία ότι είναι αυστηρές, ενώ η λογοτεχνική είναι πιο ελεύθερη, αλλά και πιο πλατιά».
Στην ερώτηση για το αν ο μεταφραστής πρέπει να είναι παρεμβατικός ο κ. Κεντρωτής είναι ξεκάθαρος:
«Αυτό νομίζω έχει λυθεί πια. Είναι παρεμβατικός ο μεταφραστής. Το άλλο δεν γίνεται, είναι ξεπέταγμα. Δεν είναι κακό να επεμβαίνει ο μεταφραστής γιατί κάποια πράγματα πρέπει να λεχθούν με κάποιο τρόπο, αλλιώς είναι ακατανόητα. Θα έλεγα ότι έχει χρέος να παρεμβαίνει και να αφήνει το αποτύπωμά του, γιατί αυτό δίνει το δικαίωμα και σε άλλους να κάνουν το ίδιο. Δεν απαγορεύεται, ένα έργο, π.χ. τον Άμλετ του Σαίξπηρ, να τον μεταφράσουν δέκα διαφορετικοί άνθρωποι, και όχι σε διαφορετικές εποχές, την ίδια εποχή».
«Κλασικό» και το ερώτημα για το αν ένα μεταφρασμένο κείμενο είναι τελικά ένα καινούργιο κείμενο, με «κάθετη» κι εδώ την απάντηση του Λάκωνα καθηγητή:
«Αυτό είναι desideratum, δηλαδή μακάρι να ήταν. Πρέπει να είναι, αν και δεν το πετυχαίνουμε πάντοτε. Για παράδειγμα, το έργο του Σκαρίμπα «Το Βατερλώ δύο γελοίων» δεν μπορεί να μεταφραστεί στα αγγλικά, διότι το Βατερλώ στα Αγγλικά είναι η μεγάλη νίκη, ενώ στα ελληνικά και στα γαλλικά απ’ όπου το πήραμε σημαίνει μεγάλη ήττα!».
Γιάννης Καζάζης: Η συνθετική ματιά, η μεγαλύτερη δύναμη των ανθρωπιστικών επιστημών
Την εξαντλητική εξειδίκευση και την τάση προκρούστειας αποτίμησης σε όρους οικονομικής ή απτής ωφελιμότητας θεωρεί ως το μεγαλύτερο πρόβλημα που υπάρχει στην Ελλάδα στις ανθρωπιστικές επιστήμες ο καθηγητής, Γιάννης Καζάζης:
«Για τους διδάσκοντες τουλάχιστον ο τύπος του ουμανιστή, ο οποίος ενέπνεε τις παλαιότερες γενιές, δηλαδή, το έργο μας να επεμβαίνει στη ζωή, κάνοντάς τη πιο ανθρώπινη, έχει υποκατασταθεί και υποκαθίσταται ολοένα και περισσότερο από τον τύπο του φιλολόγου, ο οποίος είναι πάρα πολύ εξειδικευμένος και στενός επιστήμονας και ο οποίος αδιαφορεί για το ανθρωπιστικό απόβαρο που μπορεί να έχει η δουλειά του η ίδια. Υπάρχουν έργα λαμπρά, τα οποία ούτε οι ίδιοι οι συγγραφείς τους δεν τα διαβάζουν ύστερα από λίγο. Είναι πάρα πολύ εξειδικευμένα, έχουν μεγάλη σοφία, φτιάχνουν έναν αξιοθαύμαστο ναό μπροστά στα μάτια μας, αλλά τίποτα από αυτό δεν περνάει στο σχολείο, επομένως τίποτα δεν γίνεται κτήμα των μαθητών και τίποτα από αυτό δεν περνάει στην κοινωνία.
Το κύριο μέλημά μας μέσα από την εξειδικευμένη δουλειά μας είναι να συλλαμβάνουμε και να συνθέτουμε και αυτό το έχουμε αφήσει. Αυτή είναι η διαφορά των παλαιότερων γενεών της φιλολογίας με τις νεότερες.
Όσο για τους φοιτητές έχω την εντύπωση όπως τους διδάξουμε, έτσι θα συμπεριφερθούν. Και το λέω αυτό χωρίς να υποτιμώ τους άλλους κοινωνικούς παράγοντες, την κυριαρχία της εικόνας και τον παραμερισμό του λόγου π.χ., την κυριαρχία της μουσικής. Μπορεί η μουσική να καταλαμβάνει τις μάζες, μπορεί η εικόνα να μαγνητίζει πολύ περισσότερο από το λόγο, ο οποίος για να εκλυθεί χρειάζεται και μια νοητική επεξεργασία τις περισσότερες φορές και πολλοί είναι νωθροί.
Και με αυτούς όλους τους περιορισμούς η δουλειά που γίνεται στο Πανεπιστήμιο στις Ανθρωπιστικές Επιστήμες οφείλει να παράγει έναν καινούργιο τύπου φοιτητού, ο οποίος να συνδυάζει ό,τι καλύτερο από την παράδοση, με ό,τι νεωτερικότερο φέρνει η εποχή. Δεν θα έλεγα ότι οι φοιτητές είναι καλύτεροι ή χειρότεροι, το μείγμα θα ήθελα να το δω πιο οργανικά δομημένο μέσα στα Πανεπιστήμια κι εκεί η δουλειά η δική μας μέχρι αυτοθυσίας είναι που κάνει τη διαφορά».
Κεντρωτής: Προσπαθούμε να πείσουμε για την χρησιμότητά μας
Στο ίδιο μήκος κύματος ο κ. Κεντρωτής συμπληρώνει:
«Στα Πανεπιστήμια δίνεται ένας άνισος αγώνας αυτή τη στιγμή. Προσπαθούμε να πείσουμε για τη χρησιμότητά μας και αυτό είναι άχαρο. Ιδίως μάλιστα οι των Ανθρωπιστικών Σπουδών. Θεωρείται ότι μας κάνουν χάρη για αυτή την πολυτέλεια του βίου που μας έχουν τρόπον τινά δώσει, αν και επιδαψιλεύσει, χωρίς να ξέρουν τη λέξη…
Η καταστροφή θα έρθει, είναι αναπότρεπτο, αν συνεχιστεί αυτή η ιστορία. Θα σας πω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: στη μεταφρασεολογία, χρόνια τώρα κυριαρχεί ο μύθος της ισοδυναμίας, δηλαδή για να μεταφράσεις, λέει, πρέπει να δώσεις το ισοδύναμο. Αυτό όμως είναι μια μαθηματικοποίηση του λόγου, ενώ στον λόγο δεν ισχύει η ισότητα, αλλά η ομοιότητα και η ποιότητα της διαφοράς είναι μάλιστα εκείνη που χαρακτηρίζει τα πράγματα.
Οι Αρχαίοι προσπάθησαν να στρέψουν το νου να δει τον λόγο, ο οποίος σημαίνει προτίστως κλάσμα, δηλαδή ένα κομμάτι της γνώσης. Και ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής όταν λέει «Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος» τρεις φορές αναφέρει τη λέξη Λόγος, δυο φορές τη λέξη Θεός και μια φορά αναφέρει τη λέξη αρχή, γιατί δεν μπορεί παρά να είναι μια φορά η αρχή… Ήδη εκεί έχουμε μια πρακτική της λογοποίησης, του όποιου λόγου. Αυτά τα πράγματα δεν γράφτηκαν στο γόνατο, ούτε για να γίνουν δημοφιλείς αυτοί, οι οποίοι τα είπαν. Είναι υποδείξεις βίου, για να ξέρεις ακριβώς τι ζητάς. Στην εποχή μας δεν νομίζω ότι αυτά είναι δημοφιλή πράγματα κι αν σε ακούν σε ακούνε με συγκατάβαση».
Και ο επίλογος από τον κ. Καζάζη:
«Είναι παράκαιροι στοχασμοί, οι οποίοι χρειάζονται βέβαια για να μας θυμίζουν και μια απόσταση που πρέπει να έχουμε για τα πράγματα. Χρειάζεται να ξέρουμε ότι υπάρχει και η άλλη διάσταση, είτε την πλησιάζουμε, είτε όχι, είτε την αγαπάμε, είτε την αποστρεφόμαστε. Γι’ αυτό υπάρχουν και οι Αρχαίοι. Ας μας θυμίζουν ότι υπάρχει και ένας άλλος τρόπος βίου ή σκέψης»…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου