Ο
ΘΕΜΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΗΣ & Η ΣΟΦΙΑ ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ ΜΑΝΟ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ
ΤΡΑΓΟΥΔΙ
ΓΙΑ ΚΑΦΕΝΕΙΑ
Στα
τζάμια τα θολά κεντάει τ’ αγιάζι
καράβια και πουλιά του ποταμού,
χρυσές κλωστές στον ύπνο μου σκεπάζει
με το βραχνό τραγούδι που στενάζει
για θάνατο κι αρρώστιες του συρμού.
Το φως ραγίζει μες στο παραθύρι
μα συ σαν σπίτι καίγεσαι παλιό,
σε λένε Κώστα, Ιάκωβο κι Αργύρη
και πάνω σου τα χρόνια έχουν γείρει
δελφίνι κεντημένο σε πηλό.
Απ’ τις παλιές γιορτές στη Μικρασία
κι από τους δρόμους που είδανε σφαγές
γυρνάς τον εαυτό σου στα πορνεία,
δεν έχει πια ζωή στα καφενεία
στον τόπο αυτό που γέμισε πληγές.
Η λάμπα γράφει κύκλους με σκοτάδι
κι η τράπουλα σαν ανοιχτή πληγή,
μαρμαρωμένοι ναύτες ένα βράδυ
στον κήπο βγήκαν γύρω απ’ το πηγάδι
και χόρεψαν μαζί με την αυγή.
Τα χάρτινα πουλιά δε σε ξαφνιάζουν
μήτε το φως τη νύχτα που αγρυπνά,
στα καφενεία μόνο σε τρομάζουν
καθρέφτες που ποτέ δε σε κοιτάζουν
με την πικρή αμαρτία που ξυπνά.
Ο ένας τοίχος κίτρινος σαν θειάφι
κι ο άλλος απ’ τον ήλιο βυσσινής,
όπου ακουμπήσεις όμως δεν ξεβάφει
παρά το άσπρο που έχουνε οι τάφοι
και δεν το συλλογίζεται κανείς.
Τα λόγια είναι παλιά μα είναι δικά μας
κι ο θάνατος δικός μας την αυγή,
έναν καιρό θα γράψεις τη χαρά μας
και θα μετράς ξανά τον έρωτά μας
και θα κρατάς στα δόντια τη ζωή.
Η θάλασσα γυρίζει τον πνιγμένο
με δυο σπαθιά στα μάτια καρφωτά,
μ’ αγέρα και βροχή σε περιμένω
και τα μαλλιά με θάνατο σ’ τα δένω
απ’ τη στερνή σου εικόνα που αλυχτά.
Η μνήμη σ’ άλλη μνήμη σε γυρίζει
και ξέχασες τους δρόμους που περνάς,
νεράντζι και κυδώνι σού μυρίζει,
μα η Ρωμιοσύνη τώρα σε ποτίζει
χολή στους καφενέδες που γερνάς.
Κοιμήσου πια και γείρε σαν το στάχυ.
Δεν έφταιξες εσύ για τις φωτιές.
Θα σκοτωθούν πολλοί μέσα στη μάχη
κι όσοι δεν τρελαθούν θα ζουν μονάχοι
στα καφενεία και στις ρεματιές.
καράβια και πουλιά του ποταμού,
χρυσές κλωστές στον ύπνο μου σκεπάζει
με το βραχνό τραγούδι που στενάζει
για θάνατο κι αρρώστιες του συρμού.
Το φως ραγίζει μες στο παραθύρι
μα συ σαν σπίτι καίγεσαι παλιό,
σε λένε Κώστα, Ιάκωβο κι Αργύρη
και πάνω σου τα χρόνια έχουν γείρει
δελφίνι κεντημένο σε πηλό.
Απ’ τις παλιές γιορτές στη Μικρασία
κι από τους δρόμους που είδανε σφαγές
γυρνάς τον εαυτό σου στα πορνεία,
δεν έχει πια ζωή στα καφενεία
στον τόπο αυτό που γέμισε πληγές.
Η λάμπα γράφει κύκλους με σκοτάδι
κι η τράπουλα σαν ανοιχτή πληγή,
μαρμαρωμένοι ναύτες ένα βράδυ
στον κήπο βγήκαν γύρω απ’ το πηγάδι
και χόρεψαν μαζί με την αυγή.
Τα χάρτινα πουλιά δε σε ξαφνιάζουν
μήτε το φως τη νύχτα που αγρυπνά,
στα καφενεία μόνο σε τρομάζουν
καθρέφτες που ποτέ δε σε κοιτάζουν
με την πικρή αμαρτία που ξυπνά.
Ο ένας τοίχος κίτρινος σαν θειάφι
κι ο άλλος απ’ τον ήλιο βυσσινής,
όπου ακουμπήσεις όμως δεν ξεβάφει
παρά το άσπρο που έχουνε οι τάφοι
και δεν το συλλογίζεται κανείς.
Τα λόγια είναι παλιά μα είναι δικά μας
κι ο θάνατος δικός μας την αυγή,
έναν καιρό θα γράψεις τη χαρά μας
και θα μετράς ξανά τον έρωτά μας
και θα κρατάς στα δόντια τη ζωή.
Η θάλασσα γυρίζει τον πνιγμένο
με δυο σπαθιά στα μάτια καρφωτά,
μ’ αγέρα και βροχή σε περιμένω
και τα μαλλιά με θάνατο σ’ τα δένω
απ’ τη στερνή σου εικόνα που αλυχτά.
Η μνήμη σ’ άλλη μνήμη σε γυρίζει
και ξέχασες τους δρόμους που περνάς,
νεράντζι και κυδώνι σού μυρίζει,
μα η Ρωμιοσύνη τώρα σε ποτίζει
χολή στους καφενέδες που γερνάς.
Κοιμήσου πια και γείρε σαν το στάχυ.
Δεν έφταιξες εσύ για τις φωτιές.
Θα σκοτωθούν πολλοί μέσα στη μάχη
κι όσοι δεν τρελαθούν θα ζουν μονάχοι
στα καφενεία και στις ρεματιές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου