GEORG TRAKL
ΝΟΣΤΟΣ
Όταν χρυσή το βράδυ αταραξία αποπνέει
δάσος όντας και λιβάδι σκοτεινό πιο πριν,
ον που κοιτά και θεωρεί ο άνθρωπος τότε είναι,
βοσκός, που κατοικεί στη δειλινή των κοπαδιών ηρεμία,
με την υπομονή που οι οξιές οι κόκκινες μας δείχνουν·
και τόσο καθαρή, που φθινόπωρο πια έχει γίνει. Στο λόφο
ο έρημος και μόνος των πουλιών αφουγκράζεται το πέταγμα,
του σκοτεινού νοήματος, και των νεκρών οι σκιές
έχουν με άκρα συναχτεί επισημότητα τριγύρω του·
με ρίγη τον γεμίζουν οι δροσιές των ρεζεντάδων,
των χωρικών τα καλυβόσπιτα με τις κουφοξυλιές,
στα μέρη εκείνα πού προ αιώνων το παιδί τη ζωή του εζούσε.
δάσος όντας και λιβάδι σκοτεινό πιο πριν,
ον που κοιτά και θεωρεί ο άνθρωπος τότε είναι,
βοσκός, που κατοικεί στη δειλινή των κοπαδιών ηρεμία,
με την υπομονή που οι οξιές οι κόκκινες μας δείχνουν·
και τόσο καθαρή, που φθινόπωρο πια έχει γίνει. Στο λόφο
ο έρημος και μόνος των πουλιών αφουγκράζεται το πέταγμα,
του σκοτεινού νοήματος, και των νεκρών οι σκιές
έχουν με άκρα συναχτεί επισημότητα τριγύρω του·
με ρίγη τον γεμίζουν οι δροσιές των ρεζεντάδων,
των χωρικών τα καλυβόσπιτα με τις κουφοξυλιές,
στα μέρη εκείνα πού προ αιώνων το παιδί τη ζωή του εζούσε.
Μνήμη, θαμμένη ελπίδα
και κρατάει ακόμα τούτη τη φαιόχρωμη ξυλοδεσιά,
απ’ όπου ντάλιες κρέμονται,
κι αμέσως με τα χέρια του να βρει παλεύει
στο σκούρο κηπάριο μέσα το βήμα το λαμπυριστό
κάτι απαγορευμένες αγάπες, κάτι χρόνια δίσεχτα,
τα δάκρυα να γκρεμίζονται από βλέφαρα γαλάζια
και στον ξένο να φτάνουν ακατάπαυστα.
και κρατάει ακόμα τούτη τη φαιόχρωμη ξυλοδεσιά,
απ’ όπου ντάλιες κρέμονται,
κι αμέσως με τα χέρια του να βρει παλεύει
στο σκούρο κηπάριο μέσα το βήμα το λαμπυριστό
κάτι απαγορευμένες αγάπες, κάτι χρόνια δίσεχτα,
τα δάκρυα να γκρεμίζονται από βλέφαρα γαλάζια
και στον ξένο να φτάνουν ακατάπαυστα.
Η δροσιά
από φαιές δεντροκορφές σταλάζει,
και γαλάζιο στο λόφο αγρίμι ξυπνάει,
τα δυνατά των ψαράδων κρυφακούοντας καλέσματα
στην εσπερινή λιμνούλα,
την άμορφη κραυγή των νυχτερίδων·
ωστόσο μέσα σε χρυσή γαλήνη
η μεθυσμένη ζει καρδιά
κι απ’ τον υπέροχό της θάνατο όλο ξεχειλίζει.
και γαλάζιο στο λόφο αγρίμι ξυπνάει,
τα δυνατά των ψαράδων κρυφακούοντας καλέσματα
στην εσπερινή λιμνούλα,
την άμορφη κραυγή των νυχτερίδων·
ωστόσο μέσα σε χρυσή γαλήνη
η μεθυσμένη ζει καρδιά
κι απ’ τον υπέροχό της θάνατο όλο ξεχειλίζει.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου