GEORG TRAKL
ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
1
Μέσ’ από
τοίχους καφετιούς χωριό, χωράφι βγαίνει.
Σε μια
παλιόπετρα το πτώμα ενός βοσκού σαπίζει.
Τις παρυφές
του δάσους κτήνη μπλε έχουν μετερίζι
μα και ό,τι
σάπιο φύλλο πέφτει αμίλητο και μένει.
Των αγροτών
τα μέτωπα καφέ. Χτυπάει απ’ ώρα
του δειλινού
η καμπάνα – ευλαβική συνήθεια. Εφάνη
στου Λυτρωτή
τη μαύρη κεφαλή ακανθών στεφάνη.
Ο θάνατος
την κρύα κάμαρα ζεσταίνει τώρα.
Κατάχλομες
οι μάνες είναι. Τότε κατεβαίνει
το μπλε στα
μπιμπελό, και μένει μπλε, με ειρμό σωσμένο.
Ένα λευκό
κεφάλι σκύβει, που ’ναι γερασμένο
απ’ το εγγονάκι
πάνω – γάλα κι άστρα το βυζαίνει.
2
Ο πένης, που
το ζην στη μοναξιά έχει εκμετρήσει,
με κέρινη
όψη το παλιό θα πάρει μονοπάτι.
Γυμνές και
ακίνητες βουλιάζουν οι μηλιές στο μάτι
της παγχρωμίας
των καρπών που μαύρη θα σαπίσει.
Η στέγη
ακόμα υπάρχει με ξερά άχυρα και χόρτα
πάν’ απ’ των
γελαδιών τον ύπνο. Και η τυφλή υπηρέτρια
προβαίνει
στην αυλή. Νεράκι μπλε θρηνεί στ’ αλέτρια·
αλόγου
νεκροκεφαλή κοιτά απ’ τη σάπια πόρτα.
Ο ηλίθιος με
μια μαύρη λέξη ερωτική μιλάει –
το σκοτεινό της
νόημα στον μαύρο θάμνο σβήνει,
και Αυτήν,
λεπαταίσθητη μορφή, χρυσό όνειρο τη ντύνει.
Με υγρό το
μπλε της η εσπέρα από μακριά αντηχάει.
3
Γυμνά κλαδιά
απ’ τον λίβα το παράθυρο τσουγκρίζουν.
Μες στης
χωριατοπούλας την κοιλιά θεριεύουν πόνοι·
ανάμεσ’ απ’ τα
μπράτσα της κυλάει μαύρο χιόνι·
στην κεφαλή της
γλαύκες χρυσομάτες πεταρίζουν.
Οι τοίχοι
βλέπουν γκρίζο και γυμνό ό,τι πά’ να ζήσει
στο σκότος
μέσα το δριμύ. Στου πυρετού την κλίνη
το σώμα της εγκύου,
κι όλο το φθονεί η σελήνη.
Μπροστά απ’
την κάμαρά της σκύλος πήγε να ψοφήσει.
Περνούν
τρεις άντρες το κατώφλι σκοτεινοί, μεγάλοι·
κρατούν γαμψά
δρεπάνια που ’χουν στα χωράφια σπάσει.
Το παραθύρι
σπίτι κόκκινο άνεμο θα μπάσει
το βράδυ.
Στο περβάζι μαύρος άγγελος προβάλλει.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου