ΓΙΩΡΓΟΣ
ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
ARTE POVERA, I
Μια
μάντρα, μια ξερολιθιά, με του Κουνέλλη
το
γούστο –θά ’λεγα τη τζίφρα, αλλά δεν
πάει
(κι
αλήθεια, ναν τη βάλει πού;)– κοιτώ. Μιλάει
και
λέει στίχους βγάζω εγώ με το τσιγκέλι
και
δεν θα βρουν να τους καλοδεχτεί θυμέλη
αξιόλογη,
ούτε Παρνασσός. Το προμηνάει
εξ
άλλου το ύφος μου, καθώς παραπατάει
στα
παραδεδομένα και ενδεή. Δεν θέλει
να
σπάσει τα δεσμά της φόρμας, δεν πηγαίνει
να
πιεί απ’ τα νάματα του λυρικώς καινούργιου,
δεν
καβαλάει σε πνοές ανέμου ούριου,
και
ασκούς παλιούς γεμίζει με ύλη αναλωμένη.
Κλέβει
λιθάρια από τον Ρίτσο ή τον Αισχύλο
και
χτίζει στην αλάνα εδώ, που ’χω για κοίλο.
Κοιλοπονούνε λόγο με ό,τι τους συντύχει
οι αράδες μου· όμως τίκτουν στίχους που
’ναι στίχοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου