GEORG TRAKL
ΚΑΠΟΙΟ
ΒΡΑΔΥ
Το
βράδυ ο ουρανός στα σύννεφα όλο εκολυμπούσε·
και
το άλσος βούταγε στη θλίψη, με σιωπές γεμάτο,
και
ρίγη χρυσοσκότεινα εδονούντο πάνω-κάτω.
Πέρα
μακριά η καμπάνα του εσπερινού χτυπούσε.
Τα
χωράφια είχαν πιεί νερό από πάγους, να παγώνει
στις
παρυφές του δάσους μια φωτιά, να τρεμοσβήνει·
με
αγγελικές φωνές τραγούδια ο άνεμος να ντύνει·
να
τρέμω εγώ: γι’ αυτό με σέβας έκλινα το γόνυ
εκεί
στα ρείκια, στων πικρών καρδάμων τη μετόπη.
Με
τ’ ασημί το γέλιο τους συνέχεια να επιστρέφει
–σκοπιές
παρατημένες του έρωτα– έλαμναν τα νέφη.
Απέραντο
και μόνο του ήτανε το ρεικοτόπι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου