JORGE LUIS BORGES
Η
ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ
Ο στρατηγός
Κιρόγα πάει για να
ταφεί· τον
προσκαλεί ο Σάντος Πέρες,
ο
μισθοφόρος· και τον Σάντος Πέρες
ακολουθεί ο
Ρόσας: του Παλέρμου
η αράχνη η
καταχθόνια. Και ο Ρόσας,
σωστός
θρασύδειλος αυτός, γνωρίζει
πως μέσα
στους ανθρώπους δεν υπάρχει
θύμα
ευκολότερο από τον γενναίο. Ο
Χουάν
Φακούντο Κιρόγα έως βλακείας
είναι
απερίσκεπτος: τον σαγηνεύει
η αποκοτιά.
Το γεγονός τούτο ίσως
αξίζει ως
προς το μίσος που ’χε εντός του
να
εξεταστεί. Θα τον σκοτώσει – τό ’πε.
Η απόφαση είναι
πλέον ειλημμένη.
Το
σκέφτεται· από δω, από κει το βλέπει.
Στο τέλος
βρήκε το όπλο που ζητούσε: η
δίψα και η
πείνα θά ’ναι του κινδύνου.
Προς τον
Βορρά φεύγει ο Κιρόγα. Ο ίδιος
ο Ρόσας,
ναι, σχεδόν την ύστατη ώρα,
τον
προειδοποιεί ότι τρέχουν φήμες:
ο Λόπες
θέλει, λέει, να τον ξεκάνει.
Τον
συμβουλεύει τότε ν’ αποφύγει
να κάνει το
παράτολμο ταξίδι
χωρίς μια
συνοδεία εξασφαλισμένη.
Προφέρεται ο
ίδιος να του την παράσχει. Ο
Φακούντο
χαμογέλασε. Δεν θέλει
φρουρούς και
παραστάτες. Ο εαυτός του
του φτάνει. Και
η άμαξα τριζοβολώντας
αφήνει κόσμο
πίσω της και σπίτια.
Οι λεύγες
της βροχής εμπόδιο τού ’ναι –
η ομίχλη· οι
λάσπες· των νερών τ’ αυλάκια
που τρέχουν
φουσκωμένα ως καταρράχτες.
Την Κόρδοβα
επί τέλους μπρός τους βλέπουν.
Τους βλέπουν
λες φαντάσματα και βλέπουν:
τους είχαν
όλοι τους για πεθαμένους.
Αποβραδίς η
Κόρδοβα είχε δει όλη
τον Σάντος
Πέρες να μοιράζει ξίφη.
Τρϊάντα
καβαλάρηδες απ’ τα όρη
για
συμμορία είχε. Ο Σαρμιέντο γράφει
ποτέ
άλλοτε ιταμότερο έγκλημα δεν
σχεδιάστηκε.
Ο Χουάν Φακούντο Κιρόγα,
ανέγνοιαγος,
στα βόρεια συνεχίζει.
Και
στο Σαντιάγο δελ Εστέρο πέφτει
στην
τράπουλα, στα ωραία της τα ρίσκα.
Από
το σούρουπο έως να φέξει χάνει ή
κερδίζει
κάπου εκατό ουγγιές χρυσάφι.
Η
ταραχή φουντώνει. Ξάφνου γνώμη
αλλάζει,
και υποχώρηση διατάζει.
Μέσ’
από τούτες τις ερμιές και τα όρη
αυτά
τους δρόμους παίρνουν του κινδύνου
ξανά,
και σ’ έναν τόπο που τον λένε
Το Μάτι του
Νερού
σαν φτάνουν, ζώα
αλλάζουν
και μαθαίνουν ότι δώθε
η
συμμορία επέρασε και ότι είχε
αποστολή
να τον δολοφονήσει
και
πως στο τάδε τού ’χαν μέρος στήσει
ενέδρα.
Να γλυτώσει δεν πρέπει ούτε
ένας
– κανένας: διαταγή δοσμένη.
Ξεκάθαρα
του τό ’πε ο Σάντος Πέρες,
ο
καπετάνιος τους. Ο Χουάν Φακούντο
καθόλου
δεν ταράχτηκε. Δεν έχει
ακόμα
γεννηθεί ο άνθρωπος εκείνος
–του
απάντησε– που τον Κιρόγα θε να
σκοτώσει.
Οι υπόλοιποι, χλομοί, σωπαίνουν.
Η
νύχτα πέφτει, και μονάχα εκείνος
κοιμάται:
ο δυνατός και ο μοιραίος
συνάμα,
που τους ζοφερούς θεούς του
εμπιστευόταν
τόσο. Ξημερώνει.
Ξημέρωμα
δεν θα ξανάδουν άλλο.
Πώς
κλείνεται, άραγε, μια ιστορία
που
τόσες, μα τόσες φορές ελέχθη; –
πώς
να την κλείσω, αφού για πάντοτε είναι;
Στρίβει
η άμαξα προς το Βαρράντσα Γιάκο.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου