Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2019

Σ’ ΕΝΑΝ ΑΓΓΛΟΣΑΞΟΝΑ ΠΟΙΗΤΗ



JORGE LUIS BORGES


Σ’ ΕΝΑΝ ΑΓΓΛΟΣΑΞΟΝΑ ΠΟΙΗΤΗ

Εσύ που η σάρκα σου –πτώση σήμερα και σκόνη–
εβάραινε, σαν τη δική μας, της γης το χώμα,
εσύ που τα μάτια σου έβλεπαν τον ήλιο, το άστρο
  τούτο το περίφημο,
εσύ που έζησες όχι στο άκαμπτο χτες,
μα μέσα στο παρόν το ακατάπαυστο,
στο έσχατο σημείο και στον ιλιγγιώδη κολοφώνα
  του χρόνου,
εσύ που προσκλήθηκες στο μοναστήρι σου
από την αρχαία φωνή του έπους,
εσύ που έπλεξες τις λέξεις,
εσύ που έψαλες τη νίκη του Μπρούνανμπουρ
και δεν την απέδωσες στον Κύριο,
αλλά στο σπαθί του βασιλιά σου,
εσύ που με άγριο πανηγυρισμό τραγούδησες
των Βίκινγκς την ταπείνωση,
το φαγοπότι των αετών και των κοράκων,
εσύ που μέσα στην πολεμική σου ωδή συνένωσες
τις ιεροτελεστικές μεταφορές της ρίζας του λαού σου,
εσύ που σ’ έναν χρόνο γυμνό από ιστορία
έζησες στο τώρα όλο μαζί το χτες,
στον δε ιδρώτα και στο αίμα του Μπρούνανμπουρ
έναν κρύσταλλο όρθρων αρχαιότατων,
εσύ που τόσο πολύ την Αγγλία αγάπησες,
χωρίς να πεις καν τ’ όνομά της,
εσύ σήμερα δεν είσαι πια τίποτ’ άλλο παρά κάτι
  λόγια μόνο
που τα σχολιάζουν γερμανιστές φιλόλογοι.
Σήμερα δεν είσαι πια τίποτ’ άλλο παρά μόνον
  η φωνή μου,
όταν αναβιώνει τα σιδερένια λόγια σου.
Τους θεούς μου ικετεύω ή το άθροισμα του χρόνου
ν’ αξίζουν οι ημέρες μου τη λήθη
και τ’ όνομά μου νά ’ναι Ούτις σαν του Οδυσσέα,
αλλά και κάποιος στίχος μου να μείνει και να ζει
  στη μνήμη ωστόσο
τόσο τις νύχτες τις ευνοϊκές και καλοδιάθετες,
όσο και στ’ αυγερινά των ανθρώπων ξημερώματα.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου