JORGE LUIS BORGES
ΤΟ
ΜΑΧΑΙΡΙ
Στη Μαργαρίτα Βούνχε
Σ’
ένα συρτάρι είναι ένα μαχαίρι. Σφυρηλατήθηκε στο Τολέδο, στα τέλη του 19ου
αιώνα· ο Λουίς Μελιάν Λαφινούρ το έδωσε στον πατέρα μου, που το έφερε σπίτι μας
από την Ουρουγουάη· μια φορά το εκράτησε στο χέρι του και ο Εβαρίστο Καρριέγο.
Όποιος
το δει πρέπει ανυπερθέτως να παίξει λίγο μαζί του· νιώθει ότι είναι κάτι που τό
’ψαχνε καιρό· το χέρι βιάζεται να του σφίξει τη λαβή, το μανίκι του, που το περιμένει
το σφίξιμο· η υπάκουη και παντοδύναμη λάμα ταιριάζει γάντι στη θήκη.
Άλλο
πράγμα θέλει το μαχαίρι. Είναι κάτι περισσότερο από μια κατασκευή από μέταλλα·
οι άνθρωποι το επινόησαν και τού ’δωσαν σχήμα και μορφή εξυπηρετώντας κάποιον σκοπό
πολύ ακριβή· αυτό είναι τρόπον τινά αιώνιο, είναι και το μαχαίρι που χτες το βράδυ σκότωσε έναν άντρα στο Τακουαρεμπό
και τα μαχαίρια που σκότωσαν τον Καίσαρα.
Θέλει να σκοτώνει, του αρέσει να χύνει άγριο αίμα.
Σ’
ένα συρτάρι του γραφείου, ανάμεσα σε πρόχειρα σημειωματάρια και επιστολές, το
μαχαίρι κοιμάται και βλέπει συνέχεια το απλό του τιγρίσιο όνειρο, και ξυπνάει το
χέρι που το οδηγεί, γιατί ξυπνάει το
μέταλλο, το μέταλλο που σε κάθε επαφή νιώθει κάποιου ανθρώπου τη δολοφονία, για
την οποία και το έχουν φτιάξει άλλωστε οι άνθρωποι.
Που
και που με κάνει να το λυπάμαι. Τόση σκληρότητα, τόση πίστη, τόση αδιάφορη ή
αθώα αλαζονεία, και τα χρόνια να περνάνε, ανώφελα.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου