ΜΗΤΙΔΑ, Ιούνιος 2019
Συνέντευξη στη Μαρία Παπανικολάου
Κε
Κεντρωτή, ο μεταφραστής επιτελεί ένα έργο, και παρακαλώ διορθώστε με αν κάνω
λάθος στον ορισμό: μεταφέρει ένα κείμενο από μια γλώσσα σε μια άλλη γλώσσα για
να διαβαστεί αφενός, αλλά και να τέρψει τον αναγνώστη, όσο πιθανότατα θα
έτερπε, αν διαβαζόταν στη γλώσσα που γράφτηκε. Ισχύει κάτι τέτοιο και σύμφωνα
με την πολυετή εμπειρία σας, ποια είναι τα χαρακτηριστικά ενός καλού μεταφραστή;
Διδάσκουν και τέρπουν εξ ορισμού τα
γραπτά έργα. Αυτός είναι ο σκοπός τους και αυτό, άρα, ισχύει και για τη
μετάφραση. Μόνο που η μετάφραση έχει μια σημαντική ιδιαιτερότητα: ναι μεν
συγγράφεται από κάποια αφορμή (όπως, άλλωστε, όλα τα γραπτά), αλλά συντελείται
με χρονική καθυστέρηση –πολύ μικρή η/και πολύ μεγάλη– από τη βασική αφορμή της:
από τη γέννηση και την αρτίωση του πρωτότυπου κειμένου. Λογικώς αναμενόμενο
είναι (και όντως έτσι συμβαίνει
πλείστες όσες φορές) τα χρονικώς πλησιέστερα σε εμάς κείμενα να επιτελούν τον
διπλό σκοπό τους ευχερέστερα, διότι μας είναι πιο οικεία και η όποια ιστορία τους και
η πραγματολογία τους. Τα πιο απομακρυσμένα στον χρόνο πρέπει ο μεταφραστής να
μας τα καταστήσει οικεία επινοώντας τρόπους αναλογικούς που αίρουν τις οποίες
δυσκολίες. Αυτό συνήθως γίνεται στις μεταφράσεις αρχαίων θεατρικών έργων. Εκεί,
βέβαια, πολλές φορές παρατηρούμε κάτι άλλο: να σφαγιάζεται κυριολεκτικώς η
φιλολογία, οπότε και το γράμμα του έργου θυσιάζεται χάριν ενός κατά το
φαινόμενον πνέοντος και απλώς επινοημένου «επικαιρικού» πνεύματος. Αυτό πολλές φορές
συμβαίνει και στη μετάφραση της ποίησης: η μη κατανόηση στίχων, ποιητικών
τρόπων και σχημάτων λόγου και διανοίας, λόγω κυρίως του ότι ο παρελθών χρόνος
ευνόησε την αχρησία τους, οδηγεί τον μεταφραστή στην «απελπισία», οπότε, αντί
να μεταφράζει στίχους και συντάγματα εννοιών, παραποιεί ασυδότως. Το καλό
μετάφρασμα πρέπει να διαβάζεται άνετα στην εποχή της παραγωγής του, αλλά να
έχει και την ιστορικοφιλολογική γλωσσική πατίνα του παρελθόντος: να απηχεί, με
άλλα λόγια, την ένταξή του σε κάποια παράδοση και να δικαιολογεί τον τρόπο της
πρόσληψής του σε κουλτούρα άλλη (και πολλές φορές εντελώς ξένη) από εκείνην,
στην οποία είδε πρώτη φορά το φως. Η μετάφραση είναι «μιμητική επανάληψη εν
χρόνω». Αν οι εντός των εισαγωγικών λέξεις διαβαστούν ως μία και ενιαία, αντιλαμβανόμαστε
ευχερώς ποια είναι ακριβώς η αρετή της μετάφρασης. Αλλιώς αποδεικνύεται –υπό
πάσαν έννοια– κακία και φαυλότητα.
Σε
μια συνέντευξή σας είπατε «η γλώσσα δεν είναι λέξεις, είναι ΜΕ λέξεις» το βρήκα
καταπληκτικό και τόσο αληθινό. Τι κάνει ο μεταφραστής για να βρει τις σωστές
λέξεις αλλά και όλα όσα λέει το κείμενο στο σύμπαν μιας γλώσσας που πιθανώς να
μην είναι συμβατό με το σύμπαν μιας άλλης;
Ο μεταφραστής είναι ένα –για να θυμηθούμε
τον Σωσύρ– sujer parlant,… ένα ομιλούν υποκείμενο που λέει λέξεις άλλων
με τη δική του φωνή, με τα δικά του λόγια. Μεταφράζει, τουτέστιν «μετά» +
«φράζει»: λέγει «ύστερα και αλλιώς» (αυτό είναι το «μετά») αλλότριους λόγους,
και τους επαναλαμβάνει στο οικείο του γλωσσικό περιβάλλον μιμούμενος τρόπους
του πρώτου δημιουργού τους. Εκεί έγκειται η προσθήκη του «με» στο «λέξεις». Σε
κάθε γλώσσα υπάρχουν οι ενεργές λέξεις, όπως υπάρχουν και λέξεις που έχουν
χαθεί και ξαφνικά κάποια στιγμή ανασταίνονται, ξαναζούν. Σε κάθε γλώσσα,
επίσης, προστίθενται ανελλιπώς νεολογισμοί, νέος γλωσσικός πλούτος, που είτε
διατηρείται και ευημερεί είτε/και χάνεται, πολλές φορές δε μάλιστα και σχεδόν
αμέσως. Τίποτα στη γλώσσα δεν υπάρχει που να μην έχει διατελέσει «νεολογισμός».
Νεολογική είναι, βέβαια, και όποια «άλλη» χρήση ενός όρου πέραν των έως τότε
καθιερωμένων και γνωστών. Τα λέω όλα αυτά για να θίξω την «εύρεση» λόγων από
τον μεταφραστή. Ο μεταφραστής είναι ένα είδος ιδιότυπου ρήτορα. Όπως το πρώτο
μέλημα του κανονικού ρήτορα (σύμφωνα με τον Κικέρωνα) είναι η inventio (η
αρχαιοελληνική εύρεσις), έτσι και για
τον μεταφραστή ο κανόνας θέλει και επιβάλλει να έχει τουλάχιστον ορίσει μέσα
στον νου του τη ratio
που μέλλει να γίνει oratio. Συγγνώμη για τη χρήση λατινικών όρων,
αλλά η πολυσημία τους είναι διαφωτιστική. Η «ratio»
σημαίνει και τον ενδιάθετο λόγο και την αναλογία των λεκτικών σημείων
που χρησιμοποιούνται δυνητικώς στη μεταφραστική διαδικασία, η δε «oratio» σημαίνει τον εκφερόμενο λόγο ως φωνή αναγνώσιμη,
ως κείμενο αρθρωμένο σε άλλη γλώσσα. Ο μεταφραστής διαχειρίζεται δύο «γλωσσικά
θησαυροφυλάκια», τα οποία και εμπλουτίζει με δικές του inventiones, με δικούς του
ad hoc νεολογισμούς. Σε αυτόν τον διαρκώς ανανεούμενο θησαυρό προσαρμόζει το
«ξένο» έργο για να το οικειοποιηθεί, για να το κάνει να μιλήσει (ύστερα και
αλλιώς) με άλλη φωνή, που είναι η ίδια η δική του.
Πόσο
«δημιουργός» είναι ο μεταφραστής, πόση από τη δική του ματιά περιέχει ή πρέπει
να περιέχει η μετάφρασή του;
Μπορούμε να πούμε ότι ο μεταφραστής
είναι «φερέφωνο» του συγγραφέα του πρωτοτύπου. Έτσι τον υποβιβάζουμε σε κάποιον
που απλώς «μιμείται» και «επαναλαμβάνει» λόγια άλλων, οπότε επ’ ουδενί τρόπω
είναι δημιουργός. Αυτό έχει, εξάλλου, ουκ ολίγες φορές υποστηριχθεί. Αν όμως
αυτή την ίδια λέξη… εννοώ τη λέξη «φερέφωνο»… τη διαβάσουμε όχι με την
υποτιμητική και σχεδόν απαξιωτική έννοια που έχει λάβει πλέον, αλλά με την
πρωτοταγή της σημασία, που θέλει τον φερέφωνον
κήρυκα να φέρει και να σώζει την αυθεντική
φωνή κάποιου άλλου, τότε αντιλαμβανόμαστε ότι ο μεταφραστής σέβεται την αυθεντία (την auctoritas) του συγγραφέα.
Και αν ξαναθυμηθούμε ότι ο συγγραφέας
δεν είναι άλλος από τον auctor (αγγλιστί author, γαλλιστί auteur, κ.τ.λ.), τότε
όση δημιουργικότητα πρέπει να κοσμεί τον συγγραφέα, τουλάχιστον τόση πρέπει να
εγγυάται και ο μεταφραστής. Επίτηδες είπα «τουλάχιστον», διότι είμαι της γνώμης
ότι πρέπει να διαθέτει περισσότερη. Ας μη μας τρομάζουν οι λέξεις, αλλά και ας
μένουμε πάντα στο νόημα των συντεταγμένων (και όχι των απλώς μεμονωμένων)
λέξεων. Ο συγγραφέας είναι δημιουργός, καθώς εκ του μηδενός πλάθει με λέξεις
κόσμο. Ο μεταφραστής μπορεί να μη δημιουργεί εκ του μηδενός, ωστόσο δημιουργεί
σε δεύτερο επίπεδο: αφ’ ενός οφείλει να αρθρώσει εκ νέου τα ήδη αλλιώς
αρθρωμένα (και να δημιουργήσει έτσι, από αυτή την αφορμή, νέο κόσμο), και αφ’
ετέρου να τα αρθρώσει έτσι, ώστε να σημαίνουν (παναπεί: να ακούγονται) στον νέο
γλωσσικό τους θώκο εγκύρως. Οι Άθλιοι
του Ουγκώ, λόγου χάριν, είναι δημιουργία στα γαλλικά. Οι Άθλιοι των ανά τον κόσμο μεταφραστών τους είναι επί μέρους
δημιουργίες στην κάθε γλώσσα που τους έχει παραχωρήσει γλωσσικό χώρο για να
φιλοξενηθούν. Ο μεταφραστής τους πρέπει να σκεφτεί και ως Ουγκώ στα γαλλικά,
αλλά και ως άλλος Ουγκώ σε μια νέα του πατρίδα. Και όχι μόνο να σκεφθεί, αλλά
και να αρθρώσει αυθεντικά τον λόγο του Ουγκώ δια του δικού του λόγου.
Πρόσφατα
μεταφράσατε ΤΑ ΑΝΘΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ του Καρόλου
Μπωντλαίρ (εκδόσεις Gutenberg,
2018) σε μια υπέροχη δίγλωσση έκδοση στα ελληνικά και τα γαλλικά. Πρόκειται για
ένα έργο που πρωτοδημοσιεύτηκε στη Γαλλία το 1857, ένα έργο αιρετικό και
πολυσυζητημένο, ο ποιητής καταδικάστηκε για την προσβολή της δημοσίας αιδούς και
γενικά προκάλεσε με τη θεματολογία του, ενώ χαρακτηρίστηκε καταραμένος. Ωστόσο
αυτός ο «καταραμένος» ποιητής ήταν που δημιούργησε ένα ολόκληρο ρεύμα που
έφτασε ως τα μέρη μας και επηρέασε και την ελληνική ποίηση (Καρυωτάκη, Ουράνη,
Καβάφη, Καββαδία…). Μιλήστε μας γι αυτό, αν συναντήσατε δυσκολίες και διλήμματα
και πόσο σας δυσκόλεψε το γεγονός ότι είναι ένα έργο που έχει πίσω του αρκετές
μεταφράσεις στα Ελληνικά;
Δεν υπάρχει έργο που, μεταφραζόμενο, να
μη δημιουργεί δυσκολίες. Πόσω δε μάλλον, όταν πρόκειται για έργο πολύσημο και
ήδη κλασικό! Οι δυσκολίες είναι, όμως, για να ξεπερνιούνται. Το ότι ο Μπωντλαίρ
διαθέτει σεβαστή «προϊστορία» στα ελληνικά είναι παράγοντας θετικός για τον
οποιονδήποτε νέο μεταφραστή του, διότι ο τελευταίος δύναται να γνωρίζει το ήθος
της πρόσληψης του έργου από μεταφραστές που, ως προηγούμενοί του, ήσαν
πλησιέστερα στην εποχή του δημιουργού. Τα όποια διλήμματα είχα τα αναίρεσα
έχοντας εξ αρχής ορίσει το πλαίσιο της υποδοχής: μορφικώς τα μεταφράσματα θα
είναι όμοια (ιδού η αναλογία) με το πρωτότυπο, θα υποτείνονται από το έρρυθμο
και το έμμετρο ήθος του, ιδιοτρόπως όμως, και, ενώ θα κοινωνούν γλωσσικώς με
παλαιότερα μεταφράσματα, θα κινούνται στο γλωσσικό ήθος της εποχής μας: θα
διαβάζονται σήμερα. Μετέφρασα με το αφτί, όχι με το μάτι: ήθελα να ακούγονται
μπωντλαιριανοί οι στίχοι του μεταφράσματος έτσι, όπως έχουμε προσλάβει
διαχρονικώς και μέσω των μεγάλων μαϊστόρων τον Μπωντλαίρ στη γλώσσα μας.
Διαβάσματά μου σχετικά με την εποχή του Μπωντλαίρ και με τον χαρακτήρα της
νεωτερικότητας με συμβούλευσαν να παρουσιάσω τον ποιητή νεωτερικό σήμερα – το
επαναλαμβάνω: σήμερα. Η νεωτερικότητα κινείται, προσαρμόζεται, μεταλλάσσεται,
επαναρθρώνεται, ανανεώνεται. Δεν στέκεται, δεν μένει, δεν κολλάει κάπου. Δεν
είναι ούτε κατακάθι εμπειριών ούτε ρετάλι πολιτιστικών προσηλώσεων σε κάποια
συγκεκριμένη χρονική στιγμή του ανθρώπειου πολιτισμού. Τα μεταφράσματά μου
πρέπει να ανακαλούν «ήδη γνωστό ύφος» περασμένο, όμως πια, από νέους δρόμους,
που όλοι τους οδηγούν στη «Ρώμη» του πρωτοτύπου. Η ανθρώπινη «αναγνωστική»
εμπειρία μάς υποδεικνύει νέες προσεγγίσεις, μας σπρώχνει σε επαναρητεύσεις του
ήδη ρητώς αρθρωμένου, σε νεότροπες μουσικές. Επέλεξα να προσφύγω στις αρετές
της μουσικής διαφωνίας με στίξεις συμφωνικές, παρά στο αντίθετο, που σε πολλούς
θα ήταν πιο ευχάριστο. Το δικό μου αφτί όμως το συγκινεί αυτή η νεωτερική
διαφωνικότητα, που είναι για μένα προγραμματική επιλογή. Και οι αναλογίες
ανατρέπονται επιλεκτικά υπέρ αυτής.
Τελικά
κε Κεντρωτή, είναι Μπωντλαίρ ή Μποντλέρ; Πόση απόσταση υπάρχει στα αλήθεια από
τον Μπωντλαίρ του 19ου αιώνα στον Μποντλέρ του 21ου αιώνα
με ό,τι συνεπάγεται αυτό μεταφραστικά. Αναφέρομαι στο χάσμα το χρονικό και το
γλωσσικό που ορίζεται αν θέλετε από μια άλλη προσέγγιση στην ορολογία, τη
γραμματική και τη μεθοδολογία της μετάφρασης που αφορά αναγνώστες του 21ου
αιώνα.
Παίζοντας με την ορθογραφία θα σας έλεγα
ότι το μετάφρασμά μου ανακαλεί τον «Μπωντλέρ»: κλασικό συγγραφέα ερμηνευμένον
νεωτερικά. Προσπάθησα συνειδητά να φέρω τον ποιητή όχι ακριβώς στις μέρες μας,
αλλά λίγο πιο πίσω: δηλαδή σχετικά κοντά στις μέρες μας. Επιμελώς διεκδίκησα να
τρυγήσω το άρωμα του ελληνικού μπωντλαιρισμού όχι μόνο από τα σχετικά
μεταφράσματα του Σημηριώτη, φέρ’ ειπείν, ή του Κλέωνος Παράσχου, αλλά και από
την ποίηση του Μεσοπόλεμου και εντεύθεν, ιδίως από τον Καρυωτάκη, τον Σκαρίμπα
και τον Καββαδία. Αλλά και Βάρναλης ακούγεται μέσα εκεί, και Καβάφης και (σε
δύο τουλάχιστον περιπτώσεις) Σολωμός – ναι, Σολωμός. Για ποιητικές συγγένειες
πρόκειται: κάποιες από αυτές είναι προδιαγεγραμμένες και αναγκαστικές, και
κάποιες άλλες είναι εκλεκτικές. Η γλωσσική επιτηδειότητα πρέπει να άγει σε
γλωσσικό επιτέλεσμα, όπου και κρίνονται όλα. Όταν παρατίθεται από τον
μεταφραστή το προγραμματικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο δρα κατά περίπτωση, τα
πάντα (δέον όπως) κρίνονται επί τη βάσει του πλαισίου αυτού. Στη Γαλλία ο Μπωντλαίρ
δεν διαβάζεται σήμερα όπως διαβαζόταν στην εποχή που έζησε. Άρα και στην Ελλάδα
ο μεταφρασμένος Μπωντλαίρ πρέπει, καθ’ ομόλογο παράδειγμα, να προταθεί και να
διαβαστεί με τρόπο ανταποκρινόμενο σε ήθη σύγχρονα και εντασσόμενα στον
ορίζοντα προσδοκίας του μοντέρνου αναγνώστη. Είναι ίσως αυτονόητο, αλλά κρίνω
ότι πρέπει να το πω: μια ερμηνευτική προσέγγιση του Μπωντλαίρ χρειαζόμαστε
πάντα, σε κάθε εποχή. Άρα και στο πρώτο πέμπτο του 21ου αιώνα! Μιαν
ερμηνευτική προσέγγισή του πρότεινα με το μετάφρασμά μου τόσο ως αναγνώστης και
μελετητής του, όσο και ως δημιουργός. Μπορώ άφοβα να πω ότι, χρησιμοποιώντας
ελληνικά γλωσσικά, φιλολογικά και ποιητικά υλικά, δίνω έναν νεωτερικό Μπωντλαίρ
που είναι ο δικός μου Μπωντλαίρ: τόσο μες στη γαλλικότητά του όσο και με το
ελληνικό του ένδυμα par excellence ευρωπαίος. Ο εγγενής γαλλικός
πολιτισμός του προσεγγίζεται εδώ ξανά από έλληνες «ξένους», που έρχονται να
γεμίσουν παλιούς ασκούς με νέο κρασί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου