PAUL VALÉRY
Η
ΚΟΙΜΩΜÉΝΗ
Τί
μυστικά μού ανάβει η φίλη μου μες στης καρδιάς το βύθος; –
με
τη γλυκιά της μάσκα εδώ η ψυχή της άνθη, ιδού, μυρίζει…
Ποιά
μάταιη τροφή το ξάναμμά της το αφελές ταΐζει
και
φτιάχνει μιας γυναίκας κοιμωμένης λάμψεις νά ’ναι ως μύθος;
Ανάσες,
όνειρα, σιωπή, κατευνασμός με ανίκητο ήθος –
κατάγεις
θρίαμβο, ω γαλήνη, κι ο λυγμός σε αναγνωρίζει,
όταν
σ’ αυτόν τον γλαφυρό ύπνο κύμα ασήκωτο στηρίζει
συνωμοσίες
σε μιάς ανυπέρβλητης εχθράς το στήθος;
Ω
κοιμωμένη, με ίσκιους και με μισεμούς ω χρυσωμένη,
η
επίφοβή σου ανασαιμιά με τέτοια είν’ δώρα φορτωμένη…
ω
εσύ ελαφίνα, επιποθείς τον πλούτο που έβγαλε το κλήμα,
και,
μ’ όλο που ’χεις χίλια την ψυχή στην κόλαση κομμάτια,
πες
ποιό ρευστό έχεις χέρι στην κοιλιά αγκαλιά, στο σχήμα ντύμα,
ποιός
αγρυπνά; Η μορφή σου είν’ άγρυπνη, και τ’ άσβεστά μου μάτια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου