JORGE
LUIS BORGES
ΕΛΕΓΕΙΑ
Τρία
πρόσωπα αρχαία με αφυπνίζουν:
ένα
ο Ωκεανός που μίλησε στον Κλαύδιο,
έν’
άλλο ο Βορράς που δεν ξέρει απ’ όπλα
ατσάλινα
το χάραμα ή το δείλι,
το
τρίτο ο Χάρος, όπως λεν τον χρόνο
που
αδιάκοπα και ακούραστα μάς τρώει.
Το
εγκόσμιο βάρος, που ’χουνε τα χθες μας
στην
ιστορία που υπήρξε ή όνειρο ήταν
προσωπικώς
με θλίβει σάμπως νά ’ναι
δική
μου η ευθύνη. Σκέφτομαι το πλοίο που
περήφανο
τις θάλασσες διασχίζει
το
σώμα του Σκύλντ Σκέβινγκ να επιστρέψει
που
ρήγας ήταν μέγας της Δανίας
κάτω
απ’ των ουρανών τον άγιο θόλο·
τον
λύκο τον ψηλό στον νου μου βάζω
που
κάτι φίδια είχε για χαλινάρια
και
που έδωσε στο τυλιγμένο μπάρκο
απ’
τις φωτιές λευκότητα βγαλμένη
από
θεό όμορφο και πεθαμένο·
τους
πειρατές θυμάμαι, που ’χουν σάρκα
ανθρώπινη
και σάπια, λασπωμένη
κάτ’
απ’ το βάρος των πελάγων που ’ναι
η
απόδειξη των περιπετειών τους·
τους
τάφους σκέφτομαι που τα καράβια
στις
βόρειες οδύσσειές τους είδαν·
και
σκέφτομαι και τον δικό μου τέλειο
θάνατο,
δίχως καν την τεφροδόχη,
χωρίς
να χύνονται καθόλου δάκρυα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου