Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2020

ΑΛΕΞΗΣ ΝΕΒΑΣ: ΕΝΑΣ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ



ΑΛΕΞΗΣ ΝΕΒΑΣ: ΕΝΑΣ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ

Η παρούσα ανακοίνωση υπηρετεί έναν απλό σκοπό: να παρουσιάσει τον Αλέξη Νέβα, έναν ποιητή του Μεσοπόλεμου, που δημοσίευσε ελάχιστα ποιήματα με αυτό το ονοματεπώνυμο, που προφανώς είναι ψευδώνυμο, καθώς αντιστοιχεί στο ρωσικό «Αλέξανδρος Νιέφσκη». Πεπεισμένος κομμουνιστής ο ποιητής μας, εύλογο είναι να δανείζεται ρωσικό ψευδώνυμο, για να εμφανισθεί στα γράμματα – και μάλιστα το δανείζεται από έναν σημαντικότατο ρώσο, που υπήρξε ηγέτης ολόκληρης της Ρωσίας (καταγόμενος από τον Οίκο των Ρουρικιδών) και ανακηρύχθηκε άγιος της Ρωσικής Εκκλησίας.
  Τα ποιήματα του Νέβα δημοσιεύονται στο αθηναϊκό περιοδικό «Νέα Επιθεώρηση» από τον Φλεβάρη του 1928 (τεύχος 2) έως και τον Δεκέμβρη του ιδίου έτους (τεύχος 12), που είναι και η πρώτη περίοδος της κυκλοφορίας του. Το περιοδικό αυτό, που ήταν η συνέχεια της «Λογοτεχνικής Επιθεώρησης», εκδιδόταν ως «μηνιαία έκδοση μελέτης, κριτικής και τέχνης» και διευθυνόταν από «κριτική επιτροπή». Εκδότης της ήταν ο Αιμίλιος Χουρμούζιος, ο οποίος υπέγραφε με το ψευδώνυμο Αντρέας Ζεβγάς και στην ταυτότητα του εντύπου αναγραφόταν ως «επιμελητής της ύλης». Στην περίοδο αυτή το περιοδικό είχε την έγκριση του ΚΚΕ. Το κάθε φύλλο κόστιζε πέντε δραχμές.
  Συνεργάτες του περιοδικού ήσαν μεταξύ άλλων οι Πέτρος Πικρός, Γιάνης Κορδάτος, Ασημάκης Πανσέληνος, Κώστας Βάρναλης, Ειρήνη Δεντρινού, Γιάννης Βίρκας, Γλαύκος Αλιθέρσης και Νίκος Νικολαΐδης. Μεταφρασμένα δημοσιεύθηκαν κείμενα των Ανατόλη Λουνατσάρσκη, Ρομαίν Ρολλάν, Ανρί Μπαρμπύς, Γιούρη Πλεχάνωφ, Παναΐτ Ιστράτι, Σαρλ Ραποπόρ, Μαξίμ Γκόρκη, Τζακ Λόντον, Λέοντος Τρόσκυ, Νικολάι Μπουχάριν, Πέτρου Κροπότκιν και Καρλ Λήμπκνεχτ, όπως επίσης δημοσιεύθηκαν και κείμενα για τον Λένιν, τον Λέοντα Τολστόη, τον Ούγο Φώσκολο, τον Χρίστο Μπότεφ, τον Ερρίκο Ίψεν, τα «Άνθη του Κακού» του Καρόλου Μπωντλαίρ, τον Κώστα Καρυωτάκη, τον Ανρί Μπερξόν, τον Τόμας Χάρντυ, τον Βιθέντε Βλάσκο Ιβάνιεθ, τον Γκόγια, τον Άλμπρεχτ Ντύρερ, τον Τσαϊκόφσκη και τον Φράντς Σούμπερτ.
  Η έκδοση του περιοδικού διακόπηκε τον Δεκέμβρη του 1928, όταν ο Αιμίλιος Χουρμούζιος απειλήθηκε με απέλαση, καθώς είχε βρετανική υπηκοότητα. Εν τω μεταξύ είχε πάψει πλέον να είναι οπαδός της «προλεταριακής τέχνης». Στη δεύτερη περίοδό της η «Νέα Επιθεώρηση» (Ιούνιος 1933 – Ιούνιος 1934), και πάλι υπό τον Χουρμούζιο, απηχούσε τις απόψεις των ελλήνων τροτσκιστών.
Παραμένοντας εμείς στην πρώτη περίοδο και ξεφυλλίζοντας την πλούσια ύλη του περιοδικού συναντάμε τα ακόλουθα δέκα ποιήματα του Αλέξη Νέβα, τα οποία αναδημοσιεύονται εδώ με αρίθμηση και με χρονολογική σειρά:

1
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΑΝΕΡΓΩΝ

Και σήμερα, σαν τόσες άλλες μέρες,
θα μείνουμε, συντρόφοι, πεινασμένοι…
κι ας κλαίνε των παιδιών μας οι μητέρες…
το δάκρυ τους το μίσος μας θ’ αξαίνει…

Κλειστές, μανταλωτές σ’ αυγές, εσπέρες
οι πόρτες της δουλειάς. Και κορωμένοι
στην πείνα μας ξεπέμπουνε φοβέρες
των άνομων αυλών οι ευνουχισμένοι…

Φαντάσματα στυγνά, κι άξενοι ξένοι
στα δώρα της ζωής, που μας στερούνε,
χαλκεύουμε μι’ αυγή αιματοβαμμένη.

Κι αλλοί, κι όσο η στερνή πνοή μάς μένει,
σ’ αυτούς που στην ορμή μας θ’ αντιστούνε
κ’ η πείνα μας ο τάφος τους θα γένει…


Δημοσιεύθηκε στο αθηναϊκό περιοδικό «ΝΕΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ», Φλεβάρης 1928, αρ. 2, σελ. 42.

2
ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ

Τραγούδια και χαρές να μην προσμένεις
στη δουλική ν’ ανθίσουνε ζωή μας·
κι ούτε τα ρόδα αυγής ονειρεμένης
ολόδροσα να σκάσουν στην αυλή μας...

Μιας θάλασσας πικρής, τρικυμισμένης
τον σάλαγον επήρεν η ψυχή μας·
και μιάς ιαχής στριγγής κι αλαλιασμένης
τον στόνον έχει κλείσει η θύμησή μας...

Μιά πάλη είναι η ζωή, στυγνή ώς θανάτου,
στο μίσος τ’ αδυσώπητο θρεμμένη,
– κι εμπρός του αισχρού τυράννου ο θρόνος κάτου!

Στη βία, στο κνούτο, στην αισχρή φοβέρα
τη ματωμένη βία, κι ανταριασμένη
τη νιότη μας θα υψώσουμε παντιέρα!...


Δημοσιεύθηκε στο αθηναϊκό περιοδικό «ΝΕΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ», Μάης 1928, αρ. 5, σελ. 153.

3
ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Άνομοι νόμοι μ’ έσυραν μιά μέρα
απ’ τις τραχιές του κάμπου τις αγκάλες,
κι ανήλεη με χαλκεύουνε φοβέρα
στις πύρινες του ολέθρου ανεμοζάλες.

Του μαρτυρίου η πορφύρα μολεμένη,
τα νιάτα μου τ’ αγνά πάει να κουρσέψει,
κι οι διάτες οι τραχιές, τη λυτρωμένη
να διαφεντέψουν πάνε μου τη σκέψη...

Χαρά μου και τιμή! Τ’ αδρό ντουφέκι
στα χέρια μου φουχτώνω, δαμασμένο,
κι η πίστη μου κι η ορμή μου αστροπελέκι
θ’ αστράψουν στο χαμό το δοξασμένο.

Ακοίμητος φρουρός –πικρή όχεντρά σου–
Πατρίδα των αισχρών και των βαρβάρων,
τη λόγχη μου θα στρέψω στα πλευρά σου
στης πλέμπας την ορμή και τ’ άρον-άρον...


Δημοσιεύθηκε στο αθηναϊκό περιοδικό «ΝΕΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ», Αύγουστος 1928, αρ. 8, σελ. 238.


4-7
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΗ

I


Ανάμεσα απ’ τον άγριο κι αδρό σάλο,
που αδέσποτα ξεχύνεται στην πόλη,
απ’ το στενό το δρόμο ώς το μεγάλο
και κλεί και καταλεί την κίνηση όλη·

απάνω απ’ των καπνών τον τρελό μπάλο
των καμινάδων, που τον σβήνει η σκόλη
και τον σειρήνιο αχό –σκληρό σινιάλο–
που σκεί, ξεσκεί τα σπλάχνα σου σα βόλι·

ανάμεσα απ’ αυτή τη φρενιασμένη
πορεία, που αχνή εναλλάσσεται τρεχάτη,
κι απάνω απ’ τη ζωή τη μολεμένη,

που ορθώνεται μια ορμή σκληρή, εκδικήτρα,
αγέρωχε κι αγνέ αδερφέ μου Εργάτη,
τη δύναμή σου νιώθω εγώ οδηγήτρα!


II

Απ’ τ’ άγουρα, τα δώδεκά σου χρόνια,
χρόνια σκληρά που χάλκεψες στην πείνα,
κι ανάδευες ανέσπιδα από χρόνια
στη στέρηση, σε δέχτηκε η μακίνα!

Κι ώς σήμερα που σ’ τ’ άσπρισαν τα χιόνια
κι απέριττα φαντάζουν άσπρα κρίνα,
τα πέρασες κρυφά στην καταφρόνια,
σαν τ’ άλικα παιδιάστικά σου εκείνα!

Μιά βίδα στον αεικίνητο τροχό της,
που η αδέκαστη η ανάγκη σ’ έχει αρμόσει,
ζεις και στενάζεις με το στεναγμό της!

Μα μέσα απ’ την οργή την εκδικήτρα,
που ανδρώνεται κι οργά για να σιμώσει,
τη δύναμή σου νιώθω αδρή οδηγήτρα!


III

Σαν του μοτέρ τ’ ακάθαρτο το λάδι
στραγγίζεις την ατίμητή σου ικμάδα,
–για το οργιαστό, του αφέντη σου, το βράδυ
και την αισχρή του κι άνομη παστάδα! –

Κι αν του τροχού δεχτείς κανένα χάδι
–θα είταν, θα ειπούνε, η μέρα σου αποφράδα–
να μη γνοιαστείς, και το άνεργο κοπάδι
θα πάρει της τιμής σου την αράδα!

Κι ως ήρτες θε να φύγεις! Κι αν μικρά ’ναι
τα γόνια σου για το ξερό κομμάτι,
άμε! – σαν ’κείνα πόσα θα πεινάνε!

Και μέσα απ’ την ορμή την καταλύτρα
που ορθώνεται στυγνή, αδερφέ μου Εργάτη,
τη δύναμή σου νιώθω ωμή εκδικήτρα!


IV

Ανάμεσα απ’ το σάλαγο, που οξύνει
της δύναμής σου η έπαρση και η γνώση,
και την πολύβοη κίνηση, που σβήνει
το στιβαρό σου χέρι σαν στομώσει·

Ανάμεσα απ’ τη δαντική αυτή δίνη,
που οι μόχθοι σου και το αίμα έχουν γιομώσει
του αφέντη το τρισόλβιο το λαγήνι,
και σένα αδρώνει το θανάτιο κόσσι·

ανάμεσα απ’ αυτή τη σκληρή πάλη,
που επίμονα μοχθεί να σε δαμάσει,
της πίστης χαλυβδώνεις σου το ατσάλι!

Και στην ορμή, που οργά για να ξεσπάσει
κι ορθώνεται εκδικήτρα, καταλύτρα,
τη δύναμή σου νιώθω εγώ οδηγήτρα!


Δημοσιεύθηκε στο αθηναϊκό περιοδικό «ΝΕΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ», Δεκέμβρης 1928, αρ. 12, σελ. 363.

8-10
ΤΡΕΙΣ ΣΠΟΝΔΕΣ

ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΛΕΝΙΝ

Ακόμα ηχεί στις στέπες η φωνή σου
κι αναρριγούν φρουμάζοντας οι Σλάβοι,
και στην τρανή, λυτρωτική κραυγή σου
προστρέχουν απελεύθεροι και σκλάβοι.

Σβησμένη πια η ζωή σου, μα η μορφή σου
ανέσπερη θα ζεί και θε ν’ αστράβει
κ’ η πύρινη κι ατέρμονη πνοή σου
τη φλόγα του ιερού μένους μας θ’ ανάβει.

Στη μνήμη σου ακριβέ, –ιερό το τάμα–
που ευλαβικό αναρρίπισμα ριγώνει
τα μέλη μας, δε σμίγουνε το κλάμα.

Φρουροί στο Ρήμα ώς τη στερνήν ικμάδα,
που η ολοκλήρωσή του όλο σιμώνει,
την πίστη μας σού καίμε άσβεστη δάδα.


**********************


ΣΤΟΝ ΜΑΡΚΟ ΦΡΙΝΤΜΑΝ

    (που απαγχονίστηκε από τα
    τσαγκωφικά κτήνη στις 27/5/25)

Την ώρα που η φωνή σου μάς καλούσε
στην πάλη τη σκληρή, τη ματωμένη,
κ’ υπέρτατο τραγούδι μάς σκορπούσε·
την ώρα, που η ψυχή σου σπαρταρούσε
στην άνομη κρεμάλα ανεβασμένη
κι ανένοιαγη τον κόλαφο αψηφούσε
περήφανη, στον πόνο θεριεμμένη·
την ώρα τη φριχτή και τη μεγάλη
πικρά κρατάει η μνήμη μας, και υφαίνει
μιάν ώρα –κάποια αυγή πορφυρωμένη,
που σαν κι αυτήνα δε θε νά ’ναι κι άλλες–
φερμένη από τη βόρεια ανεμοζάλη,
των δήμιων σου να στήνει τις κρεμάλες.


**********************


ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΟΥΛΑ ΤΩΝ ΤΡΙΚΚΑΛΩΝ


    (που δολοφονήθηκε από τις
    αστικές ορδές στις 2/2/25)

Παιδούλα στη μορφή, μα τρισμεγάλη
σε ανάδειξεν η πύρινη ψυχή σου.
Στις πρώτες μέσα η πρώτη, κι ως ελάλει
το στόμα σου τον Ύμνο, ανάντροι εχθροί σου
σου πήραν της ζωής τ’ αγνά τα κάλλη.
Κι ως τρέξανε σιμά σου οι σύντροφοί σου
στων άνομων τον δόλο, μες στην πάλη
πεντέξη ταξιδέψανε μαζί σου…
Παιδούλα στη μορφή, μ’ αδράτο θρέμμα
των σκλάβων σου γονιών, σαν τόσων άλλων,
δεν κλαίμε μπρος στην άδικη θανή σου.
Του αλύτρωτου τού ανθρώπου εσύ το πνέμα
το φάσμα θα γενείς των αντιπάλων,
σαν ανδρωμένη ηχήσει πια η φωνή σου.


Δημοσιεύθηκαν και τα τρία ποιήματα μαζί στο αθηναϊκό περιοδικό «ΝΕΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ», Δεκέμβρης 1928, αρ. 12, σελ. 28.

  Τα ποιήματα, που παρατέθηκαν, είναι όλα σονέτα, εκτός του υπ’ αριθμ. 4, που αποτελείται από 4 τετράστιχα. Σονέτο είναι και το υπ’ αριθμ. 9, αλλά προφανώς δεν τυπώθηκε ο τρίτος στίχος, κάτι που διαπιστώνεται αμέσως από τον μετρικό και στιχουργικό έλεγχο. Ο ποιητής γνωρίζει άψογα την τεχνική του σονέτου και παράγει εντυπωσιακές ρίμες. Ο ρυθμός των στίχων αναδεικνύει τη λυρική διάθεση του ποιητή, που φαίνεται ότι έχει μελετήσει σε βάθος την τεχνική του είδους αυτού. Αν θελήσουμε να ανακαλύψουμε εκλεκτικές συγγένειες, θα πούμε ότι τα ποιήματα αυτά αποπνέουν αύρα Σικελιανού και Βάρναλη ως προς ορισμένες λέξεις και ως προς την επιλογή της υποχώρησης της όποιας γραμματικής ορθότητας μπροστά στην ποιητική ορθότητα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι θυμίζουν κάπως και τα σονέτα του Ρώμου Φιλύρα, αλλά ο Φιλύρας είχε ήδη από 1927 κλειστεί στο Ψυχιατρείο, όπου και παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του.
  Αλλά και κανείς εκ των δύο άλλων δεν (μπορεί να) είναι ο Νέβας – ο Σικελιανός για λόγους πολιτικής και ο Βάρναλης για λόγους πρακτικής λογικής, μιας και ο ίδιος υπέγραφε ως Βάρναλης τα κείμενα που δημοσίευε στην Νέα Επιθεώρηση. Αλλά ποιος μπορεί να είναι ο Αλέξης Νέβας, που, από ό,τι γνωρίζω, δεν εμφανίζεται πουθενά αλλού; Η αναζήτηση σε λεξικά ψευδωνύμων δεν απέφερε κανένα κέρδος – ή, για να το πω σωστά, απέφερε μόνο… σιωπή.
  Είχα δείξει τα ποιήματα αυτά στον αείμνηστο φίλο και σύντροφο Δημήτρη Αρμάο, ο οποίος είχε ενθουσιαστεί από την «ανακάλυψη». Σχεδόν χωρίς να το πολυσκεφτεί, μου είπε ότι ο Νέβας είναι κατά πάσα πιθανότητα ο Παντελής Πρεβελάκης. Ο Πρεβελάκης που, με την εντυπωσιακή για την ηλικία του κουλτούρα που διέθετε, ήταν κάτι σαν παιδί-θαύμα των ελληνικών γραμμάτων, είχε ήδη από το 1926 γνωριστεί φιλικά με τους Νίκο Καζαντζάκη και Άγγελο Σικελιανό και είχε προσληφθεί ως μέλος της Συντακτικής επιτροπής του «Εγκυκλοπαιδικού Λεξικού του Ελευθερουδάκη». Όντας μάλιστα καλός ποιητής με πολύ δουλεμένο στίχο ήταν κατά τον Αρμάο πολύ πιθανό να κρύβεται αυτός πίσω από τον Αλέξη Νέβα.
  Κράτησα την πληροφορία και –χωρίς υπερβολή– την επομένη κιόλας επισκέφθηκα τη Βιβλιοθήκη της Βουλής στο «Καπνεργοστάσιο» της οδού Λένορμαν, όπου και είχα ανακαλύψει τον τόμο με τα τεύχη της πρώτης περιόδου της Νέας Επιθεώρησης. Η κατάσταση του περιοδικού ήταν πολύ άσχημη. Οι σελίδες του σχεδόν σού έμεναν στο χέρι, πέραν του ότι έλειπαν πολλές σελίδες.[i] Ξεφύλλιζα επί ένα ολόκληρο οκτάωρο με τεταμένη προσοχή το περιοδικό. Τι ανακάλυψα;
  Στο τεύχος 4 (Απρίλιος 1928, σσ. 106-107) είχε δημοσιευθεί το «μονόπραχτο» με την υπογραφή του Παντελή Πρεβελάκη «Ο μίμος». Στο τεύχος 10 (Οκτώβριος 1928, σ. 316) είχε δημοσιευθεί κριτική του γ.κ. (προφανώς του Γιάνη Κορδάτου) στην έκδοση του βιβλίου της Marie Hollebecque «H Αρχαία Ινδική», που αποτελούσε τον δεύτερο τόμο της σειράς «Ιστορία των λαών», που είχε κυκλοφορήσει την ίδια χρονιά από τις Εκδόσεις Κοραή σε μετάφραση του Παντελή Πρεβελάκη. Για τη μετάφραση σημειωνόταν: «Μετάφραση καλή, φροντισμένη. Αν μάλιστα έλειπαν μερικοί τοπικοί (κρητικοί) ιδιωματισμοί, θα είταν παραπολύ καλή». Τέλος στο τεύχος 12 (Δεκέμβρης 1928, σ. 353) είχε δημοσιευθεί επιστολή του Αλέξη Νέβα προς τη Σύνταξη της Νέας Επιθεώρησης με τίτλο «Λογοκλοπία με τον πήχυ…». Στο «Σημείωμα της Σύνταξης» είχε επαινεθεί ιδιαίτερα η «φρεσκάδα» του επιστολογράφου που συνελάμβανε πλείστους όσους «γραφιάδες» να «κλέπτουν οπώρας», ήτοι να μεταχειρίζονται λογοκλοπές για να φανούν οι ίδιοι σπουδαίοι.
  Κλείνοντας, λοιπόν, αυτή τη σύντομη ανακοίνωσή μας λέμε ότι έχουμε τρεις λόγους να υποθέσουμε με βεβαιότητα ότι ο Δημήτρης Αρμάος σωστά είχε μαντέψει ή υποπτευθεί ότι ο Νέβας ήταν ο Πρεβελάκης. Αν, μάλιστα, λάβουμε υπόψη μας τόσο την πρώιμη ιδεολογική συγκρότησή του όσο και τις παρέες του, η υπόθεση τείνει να γίνει επιχείρημα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου