JORGE LUIS BORGES
ΚΑΠΟΙΟΣ
Άνθρωπος
φθαρμένος απ’ τον χρόνο,
άνθρωπος
που ούτε καν περιμένει τον θάνατο
(οι
αποδείξεις του θανάτου είναι στατιστικές,
και
ο καθένας διατρέχει τον κίνδυνο
να
είναι αυτός ο πρώτος αθάνατος),
άνθρωπος
που έχει μάθει να εκτιμά
των
ημερών τις ταπεινές ελεημοσύνες:
τ’
όνειρο, τη ρουτίνα, του νερού τη γεύση,
μιαν
ετυμολογία απίθανη, κάποιο στίχο
στα
λατινικά ή στη γλώσσα των Σαξόνων,
την
ανάμνηση μιας γυναίκας που εγκατέλειψε
εδώ
και τόσα χρόνια και που σήμερα
μπορεί
να τη θυμάται δίχως καν πικρία,
άνθρωπος
που δεν αγνοεί ότι το παρόν
είναι
ήδη το μέλλον και η λήθη,
άνθρωπος
που πρόσδωσε,
μα
και προδόθηκε,
μπορεί
ξαφνικά, όπως περνάει απέναντι στο δρόμο,
να
νιώσει μια μυστηριώδη ευτυχία
που
δεν έρχεται από τη μεριά της ελπίδας,
αλλά
από μιαν αθωότητα αρχαία
της
ίδια του της ρίζας ή κάποιου θεού εξαφανισμένου.
Ξέρει
ότι δεν πρέπει να κοιτάζει επίμονα,
καθώς
υπάρχουν λόγοι, τρομερότεροι απ’ τους τίγρεις,
που
θα του υποδείξουν την υποχρέωσή του
νά
’ναι δυστυχής,
αλλά
με ταπεινότητα ν’ αποδέχεται
την
ευτυχία ετούτη, αυτές τις ριπές του ανέμου.
Στον
θάνατο μπορεί για πάντα
–όταν
η σκόνη θά ’ναι σκόνη–
νά
’μαστε η εν λόγω ανεξιχνίαστη ρίζα,
απ’
όπου πάντα θα γεννιέται,
αδιάφορος
ή απαίσιος,
ο
μοναχικός μας ουρανός,
αλλά
μπορεί και η μοναχική μας κόλαση.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου