JORGE LUIS BORGES
ΓΕΙΤΟΝΙΑ
ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΚΑΙ ΠΑΛΙ
Την
ομορφιά κανείς δεν είχε δει των δρόμων
ώς
την ώρα που με φόβο και με κλάματα
επήγε
ο πρασινωπός ουρανός και έπεσε
μέσα
σε μια κατήφεια νερού και ίσκιων.
Ομόθυμη ήτανε η καταιγίδα
Ομόθυμη ήτανε η καταιγίδα
και
ο κόσμος αποκρουστικός στο βλέμμα, μα,
όταν
ένα τόξο ευλόγησε
με τα χρώματα της συγγνώμης την εσπέρα
και μια οσμή νοτισμένου χώματος
έδωσε στους κήπους κουράγιο,
εμείς επιάσαμε να περπατάμε στους δρόμους
λες και είχαμε πάρει πάλι πίσω κάποια φάρμα,
με τα χρώματα της συγγνώμης την εσπέρα
και μια οσμή νοτισμένου χώματος
έδωσε στους κήπους κουράγιο,
εμείς επιάσαμε να περπατάμε στους δρόμους
λες και είχαμε πάρει πάλι πίσω κάποια φάρμα,
και
σ’ όλα τα κρύσταλλα συνάνταγες τη γενναιοδωρία του ήλιου,
ενώ πάνω στα ολόλαμπρα φύλλα
το καλοκαίρι μίλησε κάποια στιγμή και είπε
ενώ πάνω στα ολόλαμπρα φύλλα
το καλοκαίρι μίλησε κάποια στιγμή και είπε
της
αθανασίας του όλα τα ρίγη.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου