Παρασκευή 10 Μαΐου 2019

Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ



JORGE LUIS BORGES


Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Στο τέλος-τέλος και της τρίτης γενεάς
ξαναγυρνώ στων Ασεβέδο τα χωράφια,
που πρόγονοι δικοί μου υπήρξαν. Εντελώς αόριστα
τους αναζήτησα σε τούτο το παλιό, το άσπρο
και ορθογώνιο σπίτι, μέσα στη δροσιά
των δύο στοών του, στον ίσκιο που μεγάλωνε
συνέχεια, καθώς τον ρίχνανε οι κολόνες του,
στου πουλιού το άχρονο το κρώξιμο,
στη βροχή που κάνει λίμνες στην ταράτσα,
στο λυκόφως εντός των καθρεφτών, σε μιαν
ανταύγεια, σ’ έναν άλλοτε δικό του αντίλαλο, που
τώρα είναι δικός μου, δίχως καν να το γνωρίζω.
Τις σιδερένιες είδα ράβδους στο παράθυρο
που της ερήμου τις ριπές είναι για να κόβουν,
τη φοινικιά που σπάει στα δύο ο κεραυνός,
τους μαύρους ταύρους του Αμπερντήν, το βράδυ,
τις καζουαρίνες που ποτέ δεν είδαν.
Εδώ ήσαν το σπαθί και ο κίνδυνος,
οι σκληρές προγραφές, οι φατρίες·
εδώ, ακλόνητοι επάνω στ’ άλογο, κυβέρνησαν
τη δίχως αρχή και δίχως τέλος πεδιάδα
ο ραντσέρηδες των αχανών λευγών.
Ο Πέδρο Πασκουάλ, ο Μιγέλ, ο Χουδάς Ταδέο...
Ποιός θα μου πει αν, με τρόπο μυστηριώδη,
κάτω από αυτή τη στέγη τής μιάς και μόνης νύχτας,
πέρα από τα χρόνια και πέρα από τη σκόνη,
πιο πέρα από το κρύσταλλο της μνήμης,
δεν έχουμε στ’ αλήθεια γίνει ένα εμείς, συγκεχυμένοι,
εγώ στον ύπνο μου, κι εκείνοι μες στον θάνατο τους.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου