Τρίτη 21 Μαΐου 2019

ΕΓΚΩΜΙΟ ΤΗΣ ΣΚΙΑΣ



JORGE LUIS BORGES


ΕΓΚΩΜΙΟ ΓΙΑ ΤΗ ΣΚΙΑ

Το γήρας (τέτοιο όνομα τού δίνουν άλλοι)
ίσως είναι η εποχή της ευτυχίας μας.
Το ζώο έχει πεθάνει ή σχεδόν πεθάνει.
Απομένουν ο άνθρωπος και η ψυχή του.
Ζω ανάμεσα σε φωτεινές και θολές μορφές
που δεν είναι ακόμα σκοτάδι.
Το Μπουένος Άιρες,
που παλιά ήτανε χωρισμένο σε προάστια
απλωμένα όλα τους στην απέραντη πεδιάδα,
έχει ξαναγίνει τώρα πια
το κοιμητήριο της Ρεκολέτας, η πλατεία Ρετίρο,
τα βρόμικα δρομάκια του Όνσε
και τα ετοιμόρροπα χαμόσπιτα
που εξακολουθούμε να ονομάζουμε Νότο.
Στη ζωή μου πάντα  μού περίσσευαν τα πράγματα·
ο αβδηρίτης Δημόκριτος έβγαλε τα μάτια του για να σκέπτεται·
εμένα ο δικός μου Δημόκριτος υπήρξε ο χρόνος.
Το ημίφως αυτό είναι αργό και δεν πονάει·
κυλάει πάνω σε μια πλαγιά που πέφτει ομαλά-ομαλά
και μοιάζει ακριβώς με την αιωνιότητα.
Οι φίλοι μου δεν έχουν όψη, δεν έχουν πρόσωπο,
οι γυναίκες είναι ό,τι ήσαν για τόσα και τόσα χρόνια,
οι γωνίες μπορεί να είναι άλλες, διαφορετικές,
και δεν υπάρχουν στις σελίδες των βιβλίων γράμματα.
Όλα αυτά θα έπρεπε κανονικά να με τρομάζουν,
μα είναι κάτι γλυκό, είναι κάτι που επιστρέφει.
Απ’ τις γενιές των κειμένων που υπάρχουν στη γη
πρέπει νά ’χω κάτι λίγα μόνο διαβάσει,
και αυτά συνεχίζω να διαβάζω με τη μνήμη,
να τα διαβάζω και να τ’ αλλάζω.
Από
τον Νότο, την Ανατολή, τη Δύση, τον Βορρά
συγκλίνουν όλοι  οι δρόμοι που με πήραν
και με κουβάλησαν στο μυστικό μου κέντρο.
Οι δρόμοι τούτοι αντίλαλοι ήσαν και βήματα,
γυναίκες, άντρες, λοίσθιες στιγμές, αναστάσεις,
ημέρες και νύχτες,
λήθαργοι και όνειρα,
η κάθε απειροελάχιστη στιγμή του χθες,
αλλά και του κάθε χθες του κόσμου,
το κραταιό σπαθί της Δανίας και των Περσών η σελήνη,
τα έργα των νεκρών,
η μοιρασμένη αγάπη, οι λέξεις,
ο  Έμερσον και το χιόνι και τόσα άλλα πράγματα.
Τώρα πια μπορώ να τα ξεχάσω. Φτάνω στο στόχο μου,
στην άλγεβρά μου και στην κλείδα μου,
στον καθρέφτη μου φτάνω.
Και σύντομα θα ξέρω ποιός είμαι.


Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου