JORGE
LUIS BORGES
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Ύστερ’ απ’ τα χρόνια της εκτόπισης
επέστρεψα στο σπίτι των παιδικών μου χρόνων,
κι ωστόσο ξένο μού είναι το περιβάλλον του ακόμα.
Τα χέρια μου άγγιξαν τα δέντρα
σαν κάποιον που χαϊδεύει κάποιον που κοιμάται,
και ξανάκανα δρόμους και δρόμους παμπάλαιους
όπως ξαναθυμάσαι κάποιον ξεχασμένο στίχο,
και είδα να σκορπίζεται με την εσπέρα
το εύθραυστο νέο φεγγάρι
που πλησίαζε στο σκοτεινό καταφύγιο
του φοίνικα με τα πανύψηλα φύλλα,
σαν πουλί που πάει στη φωλιά του.
Και πόσος ουρανός
να πέσει από τους τοίχους
Ύστερ’ απ’ τα χρόνια της εκτόπισης
επέστρεψα στο σπίτι των παιδικών μου χρόνων,
κι ωστόσο ξένο μού είναι το περιβάλλον του ακόμα.
Τα χέρια μου άγγιξαν τα δέντρα
σαν κάποιον που χαϊδεύει κάποιον που κοιμάται,
και ξανάκανα δρόμους και δρόμους παμπάλαιους
όπως ξαναθυμάσαι κάποιον ξεχασμένο στίχο,
και είδα να σκορπίζεται με την εσπέρα
το εύθραυστο νέο φεγγάρι
που πλησίαζε στο σκοτεινό καταφύγιο
του φοίνικα με τα πανύψηλα φύλλα,
σαν πουλί που πάει στη φωλιά του.
Και πόσος ουρανός
να πέσει από τους τοίχους
όλη τη μεσαυλή για να πλακώσει,
και πόσο σούρουπο ηρωικό
να υπηρετήσει στο βάθος του δρόμου,
και πόσο εύθραυστο νέο φεγγάρι
να σταλάξει την τρυφερότητά του στον κήπο,
προτού γυρίσει να με αναγνωρίσει το σπίτι
και τούτο από συνήθεια να ’ν’ και πάλι!
και πόσο σούρουπο ηρωικό
να υπηρετήσει στο βάθος του δρόμου,
και πόσο εύθραυστο νέο φεγγάρι
να σταλάξει την τρυφερότητά του στον κήπο,
προτού γυρίσει να με αναγνωρίσει το σπίτι
και τούτο από συνήθεια να ’ν’ και πάλι!
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου