Σάββατο 18 Μαΐου 2019

1891



JORGE LUIS BORGES


1891

Μόλις που τον βλέπω και τον έχω κιόλας πάλι χάσει.
Σεμνό κοστούμι μαύρο, καλοβουρτσισμένο,
μέτωπο στενό, μουστάκι αραιό,
και με ένα φουλάρι σαν όλα τ’ άλλα, να τος
περπατάει ανάμεσα στον κόσμο με το σούρουπο,
συλλογισμένος και χωρίς κανέναν να κοιτάζει.
Σε μια γωνία μετά της οδού Πιέδρας
παραγγέλνει να του σερβίρουνε ρακή. Από συνήθεια.
Κάποιος του φωνάζει αντίο. Απόκριση καμία.
Στο βλέμμα του έχει μια παλιά μνησικακία.
Στο επόμενο τετράγωνο: ρεφραίν μιλόνγκας
ακούγεται από κάποια μεσαυλή. Τούτα τα γραντζουνίσματα
μπορεί πάντα να τον κάνανε να χάνει όση έχει υπομονή,
μα όταν περπατάει, καθόλου δεν το ξέρει ότι λικνίζεται.
Σηκώνει το χέρι και πιάνει τη σκληρή λαβή
του στιλέτου που ’χει μέσα απ’ το γιλέκο του.
Κάτι να ξεχρεώσει πάει. Και κοντεύει όπου νά ’ναι.
Κάτι βήματα ακόμα και τώρα σταματάει.
Σ’ ένα μπαλκόνι έχουν γαϊδουράγκαθο ανθισμένο.
Ακούγεται κουβάς που ανεβαίνει σε πηγάδι
και μια φωνή που πάρα-πάρα πολύ καλά την ξέρει.
Σπρώχνει την καγκελόπορτα που είναι ακόμα ανοιχτή
λες και περιμένανε πως θά ’ρθει. Απόψε πάντως
μπορεί και να τον έχουν ήδη καθαρίσει.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου