Πέμπτη 2 Μαΐου 2019

Η ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΛΕΓΕΤΑΙ




RENÉ CHAR


Η ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΛΕΓΕΤΑΙ 

Στον Ζωρζ Μπρακ

Από το στόμα τούτου του κανόνα χιονίζει. Ήταν η κόλαση μες στο κεφάλι μας. Την ίδια στιγμή είναι η άνοιξη στο χείλος των δακτύλων μας. Εκ νέου επιτρέπονται οι δρασκελιές, το χώμα μπορεί να είναι ερωτευμένο, τα χορτάρια να οργιάζουν.

Το πνεύμα ομοίως, όπως και όλα τα πράγματα, έτρεμε.

Ο αετός είναι στο μέλλον.

Κάθε πράξη που εμπλέκει την ψυχή –ακόμα κι αν σαν και τούτη εδώ που αγνοεί τα πάντα– θα έχει ως επίλογό της μεταμέλεια ή πικρία. Οφείλεις να δώσεις τη συναίνεσή σου εδώ.

Πώς ήρθε σ’ εμένα η γραφή; Σαν φτερό πουλιού πάνω στη τζαμόπορτά μου, χειμώνα καιρό. Τη στιγμή ακριβώς που ξέσπασε στο τζάκι μια μάχη με κούτσουρα και η οποία δεν έχει μέχρι στιγμής λάβει τέλος.

Μεταξωτές πόλεις βλέμματος καθημερινού, εμφιλοχωρήσασες ανάμεσα σε άλλες πόλεις, με οδούς που εμείς μόνοι μας ιχνηλατήσαμε, υπό την σκέπη κεραυνών που απαντούν στα κελεύσματα της προσοχής μας.

Τα πάντα εντός μας δεν θά ’πρεπε νά ’ναι ειμή μόνο μια χαρούμενη γιορτή, όταν κατορθώνεται κάποιο πράγμα, που δεν τό έχουμε προβλέψει και που δεν θα το εξηγήσουμε ποτέ, μα και που θα μιλήσει ίσια στην καρδιά μας με τα δικά του αποκλειστικώς μέσα.

Ας συνεχίσουμε τη διερεύνηση των βυθών, να μιλάμε με ισότονη φωνή, με λέξεις καθ’ ομάδες – στο τέλος θα επιβάλουμε σιωπή σε όλους τούτους τους σκύλους, έχοντας τους κάνει ένα με τα χόρτα και επιθεωρώντας μας με μάτι ομιχλώδες, όσην ώρα ο άνεμος από προσώπου γης θα τους σβήνει.

Ο κεραυνός με υπερβαίνει.

Δεν υπάρχει κανείς άλλος παρόμοιός μου –ο σύντροφος ή η συντρόφισσα– που μπορεί να με ξυπνήσει απ’ τη νάρκη μου, να κινητοποιήσει την ποίηση, να μ’ εκτοξεύσει στα άκρα όρια της γηραιάς ερήμου, προκειμένου να θριαμβεύσω επ’ αυτής. Αυτός μόνον, ουδείς άλλος. Ούτε ουρανός ούτε γη προνομιούχα, ούτε και πράγματα που σε κάνουν να τρέμεις με ρίγη.
  Εγώ, πυρσέ, μόνο με τούτο το πρόσωπο χορεύω.

Δεν γίνεται ν’ αρχίσεις ποίημα δίχως μόριο λάθους για τον εαυτό σου και τον κόσμο, χωρίς έν’ αχυράκι αθωότητας στις πρώτες κιόλας λέξεις.

Σχεδόν η κάθε λέξη πρέπει να χρησιμοποιείται στο ποίημα με την πρωταρχική της σημασία. Κάποιες, αποσπώμενες, γίνονται πολυσήμαντες. Κάποιες άλλες προκρίνουν την αμνησία. Ο αστερισμός του Μοναχικού τεντώνεται και φτάνει ίσαμε τ’ ακρότατα όριά του.

Η ποίηση θα μου κλέψει τον θάνατό μου.

Γιατί κονιορτοποιημένο ποίημα; Επειδή στο τέρμα του ταξιδιού του προς τη Χώρα, ύστερα από το προγενέθλιο σκότος και τη χθόνια τραχύτητα, το πεπερασμένον του ποιήματος είναι φως και συνεισφορά του όντος στον βίο.

Ο ποιητής δεν συγκρατεί, δεν εξασφαλίζει ό,τι ανακαλύπτει· μόλις το μεταγράψει, αμέσως μετά το χάνει. Εδώ ακριβώς ενδιαιτάται η καινοτομία του, μαζί με το αχανές του και τους κινδύνους του.

Η δουλειά μου… το επιτήδευμά μου είναι επιτήδευμα αιχμής.

Ζούμε με τους ανθρώπους, πεθαίνουμε απαρηγόρητοι, ανάμεσα στους θεούς απαραμύθητοι πεθαίνουμε.

Θλίβεται το χώμα που παίρνει τον σπόρο. Ο σπόρος που θα διακινδυνεύσει τόσα και τόσα ευτυχεί.

Υπάρχει μια κατάρα που δεν μοιάζει σε καμία άλλη. Τρεμοπαίζει μέσα σε κάτι σαν οκνηρία, έχει χαρακτήρα ευχάριστο, και με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συνθέτει καθησυχασμούς και επιβεβαιώσεις. Άπαξ όμως και υπερβεί τα τεχνάσματα, τί πλευστότητα, τί ορμή τη σπρώχνει για να φτάσει στο τέρμα! Κι επειδή ο ίσκιος όπου χτίζει είναι πιθανόν κακόβουλος, από το τελείως μυστικό μέρος θ’ αφαιρεθεί κάθε ονομασία και θα πηγαίνει πλέον πάντοτε γλιστρώντας μέσα στον χρόνο. Θα σύρει δε στο ουράνιο πέπλο και κάποιες διεισδυτικές από τις μάλλον τρομακτικές παραβολές και αλληγορίες.

Βιβλία δίχως κίνηση. Βιβλία όμως που εισάγονται ευχερώς στις μέρες μας, θρηνούν και ανοίγουν τον χορό.

Πώς να πω την ελευθερία μου, την έκπληξή μου στο τέρμα χιλίων παρακάμψεων;: δεν υπάρχει βυθός, δεν υπάρχει οροφή.

Μερικές φορές η σιλουέτα κάποιου νεαρού αλόγου, κάποιου παιδιού που είναι πολύ μακριά, προπορεύεται σαν ιχνηλάτης που τραβάει προς το μέτωπό μου και πηδάει το διαχωριστικό φράγμα που έχουν υψώσει οι μέριμνές μου. Τότε αρχίζει κάτω από τα δέντρα της φοντάνας να μιλάει πάλι.

Επιθυμούμε να μείνουμε άγνωστοι στην περιέργεια εκείνων που μας αγαπάνε. Τους αγαπάμε.

Το φως έχει ηλικία. Η νύχτα όχι. Ποιά ήταν ωστόσο η στιγμή η κρίσιμη εκείνης όλης της πηγής;

Να μην έχεις πολλούς θανάτους να κρέμονται και σάμπως να χιονίζουνε. Να μην έχεις παρά μόνο έναν, και δη από άμμο ωραία. Και χωρίς ανάσταση.

Ας σταματήσουμε δίπλα σε όντα που μπορούν ν’ αποκοπούν απ’ τους πόρους τους, παρ’ όλο που γι’ αυτά υφίστανται λίγες ή καθόλου αναδιπλώσεις. Η αναμονή τούς ανοίγει σκάβοντας μι’ αγρύπνια ιλιγγιώδη. Το κάλλος τούς βάζει από πάνω ένα καπέλο λουλούδια.

Πουλιά μου, πουλάκια μου, που εμπιστεύεσθε την κομψή ευγένειά σας, τον κινδυνώδη ύπνο σας σε μια δέσμη καλάμια, από την ώρα που ήρθε το ψύχος, πόσο μα πόσο κι εμείς σας μοιάζουμε!

Θαυμάζω τα χέρια που γεμίζουν με πράγματα, και, για να ζευγαρώσω, για να συνενώσω το λεχθέν με κάτι άλλο, θαυμάζω το δάχτυλο που αρνείται το ζάρι.

Καμιά φορά καταλήγω στο ότι η ρευστότητα της ύπαρξής μας είναι δύσκολο να γίνει αντιληπτή, διότι εμείς υπαγόμαστε όχι μόνο στην ιδιότροπη ικανότητά του, αλλά και στην εύκολη κίνηση των χεριών και των ποδιών  που θα μας πήγαινε εκεί όπου θα ήμασταν ευτυχείς να πάμε, στην πολυπόθητη όχθη, για να συναντήσουμε έρωτες, οι διαφορές των οποίων θα μας επλούτιζαν, μα τούτη η κίνηση παραμένει ημιτελής, πολύ γρήγορα τείνει να γίνει εικόνα, κάτι σαν άρωμα που δίκην σβώλου κυλάει στις σκέψεις και στους στοχασμούς μας.
  Πόθε, ω πόθε που γνωρίζεις, δεν έχουμε κανένα πλεονέκτημα από τους ζόφους μας εκτός από κάτι αληθείς κυριαρχίες, που τις ακολουθούσαν κάτι αόρατες φλόγες, κάτι αόρατες αλυσίδες, που, ερχόμενες στο φως, μας έκαναν βήμα το βήμα να λάμπουμε.

Το κάλλος στρώνει μόνο του το υπέροχο κρεβάτι του, χτίζει με τρόπο αλλόκοτο τη φήμη του μεταξύ των ανθρώπων, δίπλα σ’ αυτούς μεν, αλλά βαλμένους στη γωνία.

Ας σπείρουμε τα καλάμια και ας καλλιεργήσουμε τ’ αμπέλια στις λοφοπλαγιές, στην άκρην-άκρη των πληγών του πνεύματός μας. Δάχτυλα σκληρά, χέρια προνοητικά, τούτος ο ευτράπελος τόπος είναι άκρως ευμενής, ευμενέστατος.

Όποιος επινοεί, αντίθετα από εκείνον που ανακαλύπτει, δεν προσθέτει τίποτ’ άλλο στα πράγματα εκτός από προσωπεία, συμβιβασμούς και σίδερο εν βρασμώ.

Και στο τέλος-τέλος όλη τη ζωή – όταν εγώ βγάζω όλη την ηδονή της ερωτικής σου αλήθειας από τα βάθη σου!

Μείνετε πλάι στο σύννεφο. Κρατηθείτε ξύπνιοι δίπλα στα σύνεργα και στα εργαλεία. Η σπορά όλη – μια σιχαμάρα.

Ανθρώπινη καλοσύνη κάτι στριγγά πρωινά. Στο μυρμήγκιασμα του παραληρούντος αέρα εγώ ανεβαίνω, φυλακίζομαι, όντας έντομο που δεν το καταβρόχθισαν, όλο ν’ ακολουθώ και να μ’ ακολουθάνε.

Κοιτώντας τούτα τα νερά, με τα σκληρά κι αντίτυπά τους σχήματα, απ’ όπου διαβαίνουν σαν μπουκέτα σκασμένα όλα τα λούλουδα του πράσινου βουνού, οι Ώρες γίνονται ταίρι θεών.

Δροσερός ήλιος του οποίου μια λιάνα είμαι κι εγώ.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου