PAUL VALÉRY
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ
Και
μιάν εσπέρα από εξαίσια ευνοημένη περιστέρια
αργά
την κόμη της χτενίζει στ’ όποιο ηλιόφως η παρθένα.
Και
στων νερών τα νούφαρα πατά με των ποδιών της ένα
μικρό
ακροδάχτυλο· τα κρύα χέρια της για να ζεστάνει,
σε
σκόρπιες λάμψεις βάφτισε τα διάφανά τους ρόδα. Κάνει
καμιά
φορά το δέρμα της μι’ αθώα μπόρα να τρεμίζει –
του
αυλού είναι ο λόγος ο ασαφής που συνεχώς φυσαρμονίζει…
του
αυλού, που ο φταίχτης τον βαστά με δόντια ατίμητα πετράδια,
μα
βγάνει μιά πνοή σκϊερή, ρεμβώδη (τιποτένια και άδεια)
με
το κρυφό φιλί που κάτω απ’ τ’ άνθη ριψοκινδυνεύει.
Σχεδόν
αδιάφορη όμως μπρος στα δάκρυα τα φτιαχτά οδεύει
γι’ αλλού, χωρίς των ρόδων πρόσρηση να την
αποθεώνει
καμία·
κι απ’ τα μαλλιά τον φωτοστέφανό της ξεκαρφώνει.
Κι
ελευθερώνοντας στους ώμους της τη χάρη που την πνίγει,
λεπτοφυή
τα χέρια της χρυσάφι γνέθουν, και τυλίγει
τα
δάχτυλά της ένα φως κελαρυστό: η λυτή της κόμη.
…Στη
νοτισμένη της την πλάτη κάποιο πέφτει φύλλο· ακόμη
απ’
τον αυλό μες στα νερά κυλάει-πέφτει μιά σταγόνα,
και
το άμωμό της πόδι φρικιά από το πέλμα ώς το γόνα
σαν
όμορφο πουλί που με ίσκιους μέθυσε…
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου