PAUL VALÉRY
ΟΜΙΛΕΙ Ο ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ
Narcissae
placandis manibus
Κρίνοι
περίλυποι, αδελφοί, απ’ ομορφιά λιγώνω,
Τον
εαυτό μου όπως ποθώ μες στη δική σας γύμνια,
Κι
ω Νύμφες των πηγών, σε σας ω νύμφες, νύμφες, νύμφες,
Μέσα
στην άμωμη σιωπή προσφέρω μάταια δάκρυα,
Γιατί
του ήλιου αποσβήνει η δόξα!...
Είναι νύχτα.
Νιώθω
ν’ αξαίνει η χρυσή χλόη μες στη σιωπή την άγια,
Κι
υψώνει τον καθρέφτη της η επίβουλη σελήνη
Καθώς
η νύχτα τη γυμνή πηγή σιγά τη σβήνει.
Έτσι,
στα νεροκάλαμα τ’ αρμονικά, ριγμένος
Απ’
τη θλιμμένη μου ομορφιάν, ω σάπφειρε, λιγώνω,
Σάπφειρε
εσύ πανάρχαιε κι εσύ μάγισσα κρήνη
Όπου
καιρών αλλοτινών το γέλιο έχω ξεχάσει.
Λύπη
μου φέρνει η λάμψη σου η μοιραία και καθάρια,
Ω
πένθιμη πηγή, για τα δάκρυά μου προορισμένη.
Εκεί,
μες στο θανάσιμο γαλάζιο σου, η ματιά μου
Είδε
την όψη σου με υγρά στεφανωμένη άνθη.
Γλυκιά
είν’ η εικόνα κι είναι, οϊμέ!, τα δάκρυα αιώνια!
Μέσ’
από τα γαλάζινα τα δάση και τους κρίνους
Τους
αδελφούς, τρεμίζει λίγο φως ακόμα, μόνος
Αμέθυστος,
κι έτσι αμυδρά μαντεύεται ο Μνηστήρας
Μες
στου καθρέφτη μου το φως το άθυμο που με θέλγει,
Χλομός
αμέθυστος, καθρέφτη εκστατικών ονείρων!
Να
η σάρκα μου, μες στα νερά λουσμένη απ’ το φεγγάρι
Κι
απ’ τη δροσιά, η χλευαστική τη δείχνει, ύπουλη κρήνη.
Να
τ’ αργυρά τα μπράτσα μου με τις κομψές κινήσεις,
Στο
λατρευτό χρυσάφι οκνά τα χέρια μου απαυδήσαν
Αυτόν
το σκλάβο να καλούν που οι φυλλωσιές τον ζώνουν,
Και
ρίχνω στην ηχώ ικεσίες στους σκοτεινούς θεούς μου.
Αντίο,
στα ήρεμα, κλειστά νερά χαμένη ανταύγεια!
Νάρκισσε,
η έσχατη ώρα αυτή ένα απαλό είναι μύρο
Στη
διψαλέα καρδιά. Σ’ αυτό το κενοτάφιο επάνω
Για
τους νεκρούς ξεφύλλισε τα επιθανάτια ρόδα.
Ας
είσαι ρόδο που μαδά, χείλι μου, τα φιλιά του
Για
να κοιμάται το είδωλο γαλήνια στα όνειρά του.
Γιατί
μονάχη, απόμακρη, σιγά μιλά η Νύχτα
Στους
κάλυκες τους ελαφρούς, χλωμές σκιές γεμάτους.
Μα
η σελήνη στα υψηλά τα μύρτα διασκεδάζει,
Ω,
αμφίβολη, κάτ’ απ’ αυτά τα μύρτα, σε λατρεύω!
Σάρκα
που για μόνωση θλιμμένα έχει ανθίσει
Μες
στον καθρέφτη δείχνεται στα κοιμισμένα δάση,
Ω
σάρκα μιας πριγκίπισσας κι ενός ωραίου εφήβου!
Η
απατηλή ώρα είναι γλυκιά για όνειρα μες στα βρύα
Και
σκοτεινή ηδονή μεστό είν’ το βαθύ αυτό δάσος.
Νάρκισσε,
αντίο! Ή πέθανε! Έφτασε το λυκόφως.
Απάνω
στο γαλάζιο, ο αυλός, το ενταφιασμένο ψάλλει
Την
πίκρια των κοπαδιών με χουγιαχτά που φεύγουν.
Απάνω
στα νεκρά νερά, στα ωραία σου χείλη, πάρε
Αυτό
το νύχτιο, αβρότατα μοιραίο, το φιλί,
Χάδι
που την ελπίδα του το κρύσταλλο αλλοιώνει,
Όμοια
η εσπέρα, ευλαβική ομορφιά και σιωπηλή!
Πάρ’
το κι αυτό με στη σκιάν, εξόριστή μου σάρκα,
Και
στάλαξε, απομονέ μου αυλέ, για τη σελήνη
Στάλαξε
δάκρυα ατέρμονα μες σ’ αργυρές ληκύθους.
Μετάφραση:
Φρίξος Ηλιάδης.
Δημοσιεύθηκε
στο αθηναϊκό περιοδικό «Ποιητική Τέχνη», τ. Ι, τχ. 5, έτος Β΄ (Μάρτιος), σελ.
113-114.
************************
NARCISSE PARLE
Narcissae
placandis manibus
O frères !
tristes lys, je languis de beauté
Pour m’être désiré dans votre nudité,
Et vers vous, Nymphes ! nymphes, nymphes des fontaines
Je viens au pur silence offrir mes larmes vaines.
Pour m’être désiré dans votre nudité,
Et vers vous, Nymphes ! nymphes, nymphes des fontaines
Je viens au pur silence offrir mes larmes vaines.
Un grand calme m’écoute, où j’écoute l’espoir.
La voix des sources change et me parle du soir ;
J’entends l’herbe d’argent grandir dans l’ombre sainte,
Et la lune perfide élève son miroir
Jusque dans les secrets de la fontaine éteinte.
Et moi ! de tout mon corps dans ces roseaux jeté,
Je languis, ô saphir, par ma triste beauté !
Je ne sais plus aimer que l’eau magicienne
Où j’oubliai le rire et la rose ancienne.
Que je déplore ton éclat fatal et pur,
Si mollement de moi fontaine environnée,
Où puisèrent mes yeux dans un mortel azur
Mon image de fleurs humides couronnée.
Hélas ! L’image est vaine et les pleurs éternels !
À travers les bois bleus et les bras fraternels,
Une tendre lueur d’heure ambigüe existe,
Et d’un reste du jour me forme un fiancé
Nu, sur la place pâle où m’attire l’eau triste…
Délicieux démon, désirable et glacé !
Voici dans l’eau ma chair de lune et de rosée,
O forme obéissante à mes vœux opposée !
Voici mes bras d’argent dont les gestes sont purs !…
Mes lentes mains dans l’or adorable se lassent
D’appeler ce captif que les feuilles enlacent,
Et je crie aux échos les noms des dieux obscurs !…
Adieu, reflet perdu sur l’onde calme et close,
Narcisse… ce nom même est un tendre parfum
Au cœur suave. Effeuille aux mânes du défunt
Sur ce vide tombeau la funérale rose.
Sois, ma lèvre, la rose effeuillant le baiser
Qui fasse un spectre cher lentement s’apaiser,
Car la nuit parle à demi-voix, proche et lointaine,
Aux calices pleins d’ombre et de sommeils légers.
Mais la lune s’amuse aux myrtes allongés.
Je t’adore, sous ces myrtes, ô l’incertaine,
Chair pour la solitude éclose tristement
Qui se mire dans le miroir au bois dormant.
Je me délie en vain de ta présence douce,
L’heure menteuse est molle aux membres sur la mousse
Et d’un sombre délice enfle le vent profond.
Adieu, Narcisse… meurs ! Voici le crépuscule.
Au soupir de mon cœur mon apparence ondule,
La flûte, par l’azur enseveli module
Des regrets de troupeaux sonores qui s’en vont.
Mais sur le froid mortel où l’étoile s’allume,
Avant qu’un lent tombeau ne se forme de brume,
Tiens ce baiser qui brise un calme d’eau fatal.
L’espoir seul peut suffire à rompre ce cristal.
La ride me ravisse au souffle qui m’exile
Et que mon souffle anime une flûte gracile
Dont le joueur léger me serait indulgent !…
Évanouissez-vous, divinité troublée !
Et toi, verse pour la lune, flûte isolée
Une diversité de nos larmes d’argent.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου