PAUL
CELAN
ΜΑΡΙΑΝΝΑ
Δίχως πασχαλιές η κόμη του,
η όψη σου από γυαλί καθρέφτη.
Από μάτι σε μάτι ταξιδεύει
το σύννεφο, όπως τα Σόδομα προς
τη Βαβέλ:
σαν φύλλωμα τον πύργο αποψιλώνει
και ξεσπάει στον
θκειαφένιο θάμνο επάνω την
οργή του.
Ύστερα συσπάται μι’ αστραπή
γύρω από το στόμα σου – το
βάραθρο εκείνο εκεί με του
βιολιού τα λείψανα.
Με χιονόδοντα κρατάει
κάποιος το δοξάρι: ω, πόσο πιο ωραία
το καλάμι ακουγότανε!
Αγαπημένη, κι εσύ ’σαι το
καλάμι κι εμείς οι άλλοι όλοι η βροχή·
κρασί απαράμιλλο το σώμα
σου, και το ρουφάμε δέκα-δέκα·
βάρκα στα στάχυα η καρδιά
σου ανάμεσα, και την δοιακίζουμε
να πάει στη νύχτα·
μια σταμνίτσα γαλάζιο, έτσι ανάλαφρη
χορεύεις από πάνω μας,
κι εμείς κοιμόμαστε…
Απ’ το αντίσκηνο μπροστά συντάσσεται
η κεντουρία, κι εμείς
σε κουβαλάμε ευωχούμενοι
στο μνήμα.
Και στην κεραμοσκεπή του
κόσμου κατρακυλάει τώρα πια το
σκληρό των ονείρων το τάληρο.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου