PAUL VALÉRY
ΓΕΝΝΗΣΗ
ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ
Μέσ’
απ’ τη μύχια της μητέρα, ακόμα κρύα και να βράζει,
ιδού
τη, στο κατώφλι των τρικυμιών, η σάρκα βγαίνει
σαν
έμετος πικρός· στον ήλιο από τη θάλασσα πηγαίνει
και
τα διαμάντια της πετά που αφρολογούνταν στο μπουγάζι.
Ανθίζει
το χαμόγελό της· με λευκώλενες συσπάσεις
η
ανατολή προβάλλει απ’ τον μωλωπισμένο της τον ώμο:
υγρής
της Θέτιδος το ατίμητο πετράδι ανοίγει δρόμο
και
οι βόστρυχοί της απολύουν στα πλευρά της φρικιάσεις.
Η
φρέσκια ψάμμος, που ποδάρι σβέλτο εδώ την αυλακώνει,
χαλνιέται,
σκάβεται από τη βοή της δίψας, και τα χάδια
όλα
η άμμος τά ’πιε, ενώ και το τρεχαλητό της αποσώνει·
αλά
με χίλια βλέμματα (αόριστα και δολερά και άδεια)
το
μάτι της κινείται και με αστροπελέκια σκιρτημάτων
ενώνει
γελαστά νερά και απατηλούς χορούς κυμάτων.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου