Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου 2018

ΠΑΡΑΣΧΟΣ ΚΑΤΑ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΥ




ΑΧΙΛΛΕΥΣ ΠΑΡΑΣΧΟΣ


ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΝ

         Αφιερούται τω κυρίω Ψυχάρη

Δεν είναι η γλώσσα του Λαού η γλώσσα η δική σου
–Ποτέ του δεν ομίλησε με τη γραμματική σου!
Το πνεύμα που ’χες μια φορά μέσα σ’ αυτή το χάνεις.
Κοντεύεις σαν τον άγγελο τον κάλαμο να πιάνεις,

Δεν είν’ αυτή δημοτική, αλλ’ είν’ πριόνι, όπου
Μονότονα κι αλύπητα σχίζει τα’ αφτιά τ’ ανθρώπου.
Του κάκου εις τους στίχους σου πολλές φορές κτυπάται
Γλώσσα και πνεύμα· πάντοτε το πνεύμα σου νικάται.
Το πνίγουν φράσεις βάναυσοι και αηδείς πολλάκις
Και γράφεις σαν να ομιλεί κανείς Δημητρακάκης.

Κρίμα στην εξυπνάδα σου την περασμένη, κρίμα.
Ο Δηλιγιάννης, σαν μιλεί, στο δύστυχο το Βήμα,
Χωρίς σουμάδαν ή μ’ αυτήν, πεθαίνομε, αλήθεια,
Πλην καν δεν γράφει ποίησιν, μας λέγει παραμύθια.
Έπειτα και τη σκοτεινή διαβάζομε Πρωία.
Και κάπως εσυνήθισε τ’ αφτί στην αηδία.

Πλην του ποτέ Πρωθυπουργού, θαρρώ, η μούσ’ απέχει
Και δεν σε συγχωρεί τ’ αφτί… και το αφτί προσέχει.
Έχει καρδιά· και θα ειπεί καρδιά φιλοκαλία.
Αν είχες πνεύμα, έπρεπε να έχει κι αρμονία.
Αλήθεια, εις τους στίχους σου πολλάκις άλας ρίπτεις·
Πλην τρέχοντας σκοντάβουνε στη γλώσσα σου… και πίπτεις!

Κι ο Όμηρος αν έγραφεν εις γλώσσαν Εσκιμώων,
Θα ήτο ποιητίδιον της νέας σχολής [και] ζώον.
Το παν είναι η έμπνευσις· όμως ο γράφων στίχους,
Πρέπει να έχει εκλεκτούς και ανθρωπίνους ήχους.
Να φαίνεται και άνθρωπος, να φαίνεται κι αηδόνι.
Αλλ’ όμως εις τους στίχους σου σχεδόν κανείς θυμώνει…

Το πνεύμα και το άλας σου στη γλώσσα σου πεθαίνει
Και μοναχά το γάβγισμα από τα δύο μένει.
Προ πάντων όταν με αυτήν πεζά κανείς μιλάει…
Αν είν’ αυτή Ελληνική, στο διάβολο να πάει!
Πάρε τα Κλέφτικα να ιδείς της Γλώσσης μας τη χάρη.
Ο κάθε στίχος της δροσιά που λάμπει στο θυμάρι!

Είναι η γλώσσα του Λαού τω όντι μεταλλείον.
Έχει πολλούς αδάμαντας, έχει πολύ χρυσίον,
Πλην με σκωρίαν παχυλήν σκεπάζεται συγχρόνως
Και πρέπ’ εις την εξαγωγήν και προσοχή και πόνος…
Πλην σύ, την χείρα εις αυτό θεότυφλα βυθίζεις
Και ό,τι εύρεις… ή χρυσόν ή λάσπην… μας σκορπίζεις!

Έγραφε κι ο Χριστόπουλος, πριν γεννηθείς ακόμα,
Πλην τ’ όνομά του ο Λαός το έχει εις το στόμα.
Καθώς μιλούσε έγραφε, καθώς μιλεί το Γένος.
Κι ο Ζαλοκώστας έγραφε· αλλ’ ήτον εμπνευσμένος.
Από τη γλώσσα του Λαού, την αληθή και μόνη,,
Άλλο της λίμνης βάτραχος κι άλλο βουνού αηδόνι!

Μη σου φανεί παράξενο πλην με τον Κόντο μοιάζεις.
Εικών του είσ’ ανάποδη· μ’ αυτόν δεν παραλλάζεις.
Άλλη μεριά παίρνεις εσύ, κι εκείνος παίρνει άλλη.
Πλην μ’ απορία σμίγετε εις ένα δρόμο πάλι.
Κι ενώ, ενώ σας έρχεται να ξυλοκοπηθείτε,
Το ίδιο σπίτι κτίζετε· ένα σκοπό κρατείτε…

Συ στα υπόγεια, και αυτός στα κεραμίδι’ απλώνει.
Συ λάσπη φέρνεις, και αυτός ρίπτει επάνω σκόνη.
Του όχλου Κόντος είσαι συ, αναποδιά γεμάτος,
Και της Ακαδημίας μας ο Κόντος Λασκαράτος…
Εκείνος απ’ την έδρα του, κι εσύ απ’ το παζάρι,
Συνεννοείσθε μια χαρά, παράξενο ζευγάρι.

Δεν σ’ αγαπώ, δεν σε μισώ, την γλώσσαν κρίνω μόνον.
Μάλιστα έχω δια εσέ κρυμμένον τινά πόνον.
Αλλά εις αγανάκτησιν η γλώσσα σου με φέρει.
Δεν έχει όργανον καλόν το μουσικόν σου χέρι.
Είναι από γαβγίσματα της αγοράς γεμάτον.
Τον Κόντον τον σιχαίνομαι, πονώ τον Λασκαράτον!



Δημοσιεύθηκε στο αθηναϊκό περιοδικό «Μπουκέτο», έτος Β΄, Αριθμ. 64 (Κυριακή, 12 Ιουλίου 1925), σελ. 460.

Ανδρέας Λασκαράτος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου