MACEDONIO FERNÁNDEZ
ΜΕΙΛΙΧΙΟ
ΞΟΡΚΙ
Βαθιές και
πλήρεις
Εκείνες οι
δύο αβρές μικρούλες απεραντοσύνες
κατοικούν τα μάτια σου στην όψη σου
σαν ιδιοκτήτριες·
όταν βλέπω στο βάθος τους
να παίζει, ν’ ανεβαίνει
η φλόγα μιας ψυχής ακτινοβόλας, τότε
φαίνεται πως το πρωί αποκτάει σώμα
φωτεινό, εκεί μεταξύ θαλάσσης και ουρανού,
πάνω απ’ τη γραμμή που λικνίζεται στον ύπνο της
ανάμεσα σε δυό βασίλεια γαλανά,
πάνω απ’ τη γραμμή όπου σταματά η καρδιά μας
για να τη χαϊδέψουν οι ελπίδες της
και τη φιλάει το βλέμμα μας·
όταν το «είναι» μας σκέφτεται
σκουπίζοντας τα δάκρυά του
και, σιωπηλά,
ανοίγεται σε όλες της Ζωής τις αύρες·
όταν κοιτάζουμε
τις στάχτες των ημερών που ήσαν κάποτε
και πλέοντας επέρασαν στο Παρελθόν
όπως κι η σκόνη στο βάθος του δρόμου
απ’ τα ταξίδια που κάναμε προσκυνητές.
Μάτια που ανοίγουν σαν τα χαράματα
και που κλείνοντας αφήνουνε να πέσει το δείλι.
κατοικούν τα μάτια σου στην όψη σου
σαν ιδιοκτήτριες·
όταν βλέπω στο βάθος τους
να παίζει, ν’ ανεβαίνει
η φλόγα μιας ψυχής ακτινοβόλας, τότε
φαίνεται πως το πρωί αποκτάει σώμα
φωτεινό, εκεί μεταξύ θαλάσσης και ουρανού,
πάνω απ’ τη γραμμή που λικνίζεται στον ύπνο της
ανάμεσα σε δυό βασίλεια γαλανά,
πάνω απ’ τη γραμμή όπου σταματά η καρδιά μας
για να τη χαϊδέψουν οι ελπίδες της
και τη φιλάει το βλέμμα μας·
όταν το «είναι» μας σκέφτεται
σκουπίζοντας τα δάκρυά του
και, σιωπηλά,
ανοίγεται σε όλες της Ζωής τις αύρες·
όταν κοιτάζουμε
τις στάχτες των ημερών που ήσαν κάποτε
και πλέοντας επέρασαν στο Παρελθόν
όπως κι η σκόνη στο βάθος του δρόμου
απ’ τα ταξίδια που κάναμε προσκυνητές.
Μάτια που ανοίγουν σαν τα χαράματα
και που κλείνοντας αφήνουνε να πέσει το δείλι.
(1904)
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου